Γιορτή και μπελάς. Δώρο και δώρα. Κάθε τέτοιες μέρες μουρμουρίζω «τελευταία

χρονιά, μέχρι εδώ». Ιστορία γι’ αγρίους. Ψώνια Χριστουγέννων ίσον παράνοια.

Κατάλογος. Πρώτα το τραπέζι ή τα δώρα; Το σούπερ μάρκετ ή τα εμπορικά; Κέντρο

Αθήνας, κάλαντα από μεγάφωνα και σπρωξίδι. Κηφισιά, κάλαντα από τα μεγάφωνα

και πάλι σπρωξίδι. Δρόμοι της γειτονιάς μου, παιδιά με αγιοβασιλιάτικες στολές

που πωλούν ημερολόγια και κάρτες ­ «για την εκδρομή της Γ’ Λυκείου» ­ και ξανά

σπρωξίδι. Μισή ώρα στην ουρά του πολυκαταστήματος και μπροστά στο ταμείο πια

«αμάν, ξέχασα τη μουστάρδα και το κουκουνάρι». Ταλαιπωρίας το ανάγνωσμα φτού

κι απ’ την αρχή. Τι να θυμηθώ, ποιον να μην ξεχάσω, ένα κεφάλι κουδούνι και το

σπίτι άνω-κάτω, πότε θα ετοιμαστεί, τα πόδια μου τρέμουν.

Κάρτες στα δώρα για να μην τα μπερδέψω. Κάθε χρόνο την κάνω την… πατάτα,

θυμάμαι μια φορά που έδωσα αφρό ξυρίσματος και άφτερ σέιβ σ’ έναν δωδεκάχρονο.

Την επομένη τον πρόλαβε η μάνα του πριν… ξυριστεί. Γιορτές, σου λέει, είναι,

θα περάσουν. Μάλιστα. Άλλοι πεινάνε. Μάλιστα. Το καλό μου ρούχο το λέρωσα

ανοήτως χθες που το προβάριζα. Θα βάλω το περσινό. Άλλοι δεν έχουν ρούχο να

φορέσουν. Μάλιστα. Κι αν δεν φθάσει το κρασί; Εγώ πάντως δεν ξαναβγαίνω. Ήταν

ανάγκη να σπάσει τώρα το λαμπατέρ; Βρε παιδιά, ποιος γέμισε το μπάνιο με

ξύσματα μαύρου μολυβιού για τα μάτια; Η μεσούλα μου…

Και του χρόνου, με υγεία.