Έφερε τον χάρτη, τον άπλωσε πάνω στο τραπέζι και είπε «δείξε μου, τώρα».

Έσκυψα, κοίταξα προσεκτικά, προσπάθησα ξανά και ξανά. Ούτε τη Δυτική Όχθη

έβρισκα ούτε τη Λωρίδα της Γάζας ­ απειροελάχιστα κομμάτια γης, ας πούμε

αγροτεμάχια, στον Άτλαντα. Έξι χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση, η μικρή μου

θεραπαινίδα της γνώσης, φοιτήτρια πια εδώ και λίγες ημέρες, δεν βρήκε στα

σχολικά βιβλία της Ιστορίας ­ Γεωγραφία δεν κάνουν στο Λύκειο ­ τίποτε για το

Μεσανατολικό και τίποτε για τις μεγάλες κρίσεις που από δεκαετίες σφραγίζουν

λαούς και γεμίζουν το καλαντάρι της ανθρωπότητας με μαύρες σελίδες.

Ξέρει ό,τι ξέρει ­ και αν ξέρει ­ η γενιά των δεκαοχτώ παρά κάτι ή και κάτι

όσα αποσπασματικά άκουσε εδώ κι εκεί, δίχως και να φαντάζεται πως αυτά

ακριβώς, τα θολά και συγκεχυμένα, θα ορίζουν από αύριο τις μέρες της. Η

διδακτέα και η εξεταστέα ύλη Ιστορίας της Γ’ Λυκείου σταματά στις 12 Οκτωβρίου

1944, όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα. Τίποτε για το Κυπριακό, τίποτε

για το Βιετνάμ, τίποτε για τη Μέση Ανατολή, που στριμώχνονται ­ παρατεταμένα

σαν πλεοναστικά… ­ στις τελευταίες αδίδακτες σελίδες του βιβλίου. Ποιος

αποφασίζει πως στην ενηλικίωσή της αυτή η γενιά, ενός κόσμου τόσο σύνθετου και

παράλογου όσο ποτέ, πρέπει να μπει ξυπόλητη, δίχως καν μια σκευή για να πιάσει

το νήμα στην επερχόμενη δίνη; Γύρισε προχθές το μικρό μου, ξάπλωσε και βάλθηκε

να διαβάζει Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ­ να, είπα, που το τέλος της εφηβείας της

ακολουθεί τα χνάρια του ποιητικού οραματισμού. Από ένστικτο; Από συνειδητή

επιλογή; Ο «Ντέμιαν», μισάνοιχτος στο πάτωμα, περιμένει.