Ζεστό βράδυ, όπως τα τόσα του Ιουλίου, βράδυ Σαββατιάτικης απόδρασης στη

Ραχούλα με τα λιόδεντρα, τις πικροδάφνες και τη θάλασσα κάτω να καθρεφτίζει το

φεγγάρι και τα φώτα των Γιάλτρων, σπαρμένα στη νυχτωμένη κεφαλή της Εύβοιας.

Δεν είναι μόνο η επιστροφή στα πάτρια που λυτρώνει, είναι και η ψευδαίσθηση

πως τίποτε δεν έχει αλλάξει κι ας μην είναι πια τίποτε ίδιο, είναι και η

αλλόκοτη αίσθηση πως η σιωπή μιλάει για όλα, κρύβει αυτή την αρετή που

πνίγεται στο βουητό της καθημερινής βαρετής πολυλογίας.

Κοντά στα μεσάνυχτα, οι φωνές των παιδιών μέσα στο σπίτι έφτασαν σαν απόηχος

στο μπαλκόνι, η ετοιμασία για την έξοδό τους στα στέκια του νεαρόκοσμου είναι

πάντα πυρετική, της τελευταίας στιγμής, με ήχους από νερά που τρέχουν,

ψευτοτσακωμούς για το στεγνωτήρι των μαλλιών και τηλέφωνα που χτυπούν. Δεν θα

μεγαλώσουν ποτέ ή μήπως βιάζομαι;

Τα φώτα ριγούν ανεπαίσθητα στη θάλασσα, γέρνοντας πίσω στην πολυθρόνα κοιτάζω

ψηλά, τ’ αναρίθμητα άστρα, που δεν αξιώνομαι χρόνια τώρα να δω στον αττικό

ουρανό, καρφωμένα στις θέσεις τους, απίστευτα πολλά, και ανάμεσά τους το αχνό

γαλακτώδες μονοπάτι, ο Γαλαξίας.

Τρελές μνήμες ανασύρονται, υπάρχει ακόμη ο Γαλαξίας που τον είχα ξεχάσει, ίσως

γιατί έχω πια ξεχάσει να σηκώνω το βλέμμα ψηλά τα βράδια, περπατώ όπως όλοι οι

άνθρωποι της πόλης, κοιτάζοντας ίσια ή κάτω, γιατί και ο ουρανός πια έχει

στερηθεί την επαφή με τη γη.

Ο Γαλαξίας ταξιδεύει ακίνητος, το γάλα που τινάχτηκε από το βυζί της Ήρας ενώ

θήλαζε τον Ηρακλή ταξιδεύει αιώνια, ο μύθος είναι ό,τι πιο αληθινό γεύομαι,

όλες οι γενιές σ’ ένα μύθο πιστεύουν, γι’ αυτό ίσως και υπάρχει η ελπίδα ­

ευτυχώς και η ουτοπία.