Μόνον η επιδείνωση το πολιτικού και κοινωνικού κλίματος, που έχει επισυμβεί

κατά το τελευταίο τρίμηνο, μπορεί να εξηγήσει γιατί η δημοσίευση δημοσκοπήσεων

μπορεί να λάβει σήμερα στην Ελλάδα διαστάσεις μείζονος πολιτικού γεγονότος.

Η ένταση που πυροδότησε η κοινωνική σύγκρουση για το Ασφαλιστικό και οι

συνέπειες από την καθοδική πορεία του Χρηματιστηρίου έχουν οδηγήσει σε

αναζωπύρωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας από τη διακυβέρνηση, καθιστώντας

εξαιρετικά «εύφλεκτο» το πολιτικό σκηνικό.

Οι δημοσκοπήσεις απλώς αποτυπώνουν αυτή την ορατή διά γυμνού οφθαλμού

πραγματικότητα. Αλίμονο, αν κάποιοι θεωρούν ότι αυτή η δυσαρέσκεια δεν

υπάρχει, αλλά δημιουργείται τεχνητά. Θα πρέπει να σημειωθεί, εν τούτοις, ότι η

κατάσταση στην οικονομία συνιστά την πρώτη σημαντική διαφορά, με περισσότερο

δομικό χαρακτήρα, της σημερινής συγκυρίας καθίζησης του κυβερνώντος κόμματος,

από την προηγούμενη που είχε καταγραφεί την περίοδο πριν από τις ευρωεκλογές

του 1999 (χειμώνας 1998 – άνοιξη 1999).

1. Η Ν.Δ. διατηρεί σημαντικό προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ

Το σημαντικό και συγκλίνον συμπέρασμα των δημοσκοπήσεων είναι ότι το διακριτό

προβάδισμα που απέκτησε η αντιπολίτευση μετά τις εκλογές διατηρείται. Το

μέγεθος της διαφοράς («της ψαλίδας»), είτε πρόκειται για 7, 8 είτε 11 μονάδες,

έχει δευτερεύουσα σημασία.

Όχι μόνο διότι παρόμοιες διαφορές έχουν παρουσιασθεί και στο παρελθόν. Αλλά

διότι, από την εμπειρία των δημοσκοπήσεων της προηγούμενης περιόδου, είναι

γνωστό πλέον ότι στην πρόθεση ψήφου εμφανίζονται πάντοτε σημαντικές

συγκυριακές διακυμάνσεις, και αυτό είναι ίσως το πιο «θετικό» στοιχείο για το

ΠΑΣΟΚ, ακριβώς επειδή υποδηλώνει τη ρευστότητα και όχι την παγίωση τάσεων.

Επιπλέον, οι αποκλίσεις των ερευνών οφείλονται στον διαφορετικό τρόπο μέτρησης

του ΚΕΠ του κ. Αβραμόπουλου, που έχει άμεσες επιπτώσεις στο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ,

αφού μεταξύ των δύο υπάρχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων και η κρίση του

ΠΑΣΟΚ τροφοδοτεί σημαντικά το εκλογικό ακροατήριο του δημάρχου (βλέπε

παρακάτω).

Το διαφορετικό ποσοστό που δίνουν οι τρεις δημοσκοπήσεις στο ΚΕΠ, για τον λόγο

που αναλύεται παρακάτω, εξηγεί και τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που

εμφανίζονται στην «ψαλίδα» πρώτου/δεύτερου κόμματος, αλλά και τις

διαφοροποιήσεις των τριών ερευνών στη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο». Η V. PRC

δίνει διαφορά Ν.Δ. /ΠΑΣΟΚ 11,4 μονάδες, η Metron Analysis 7,4 και η MRB 8,9. Η

διαφοροποίηση αυτή δημιουργείται από το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ και όχι από το

ποσοστό της Ν.Δ., ως προς το οποίο οι τρεις δημοσκοπήσεις σχεδόν ταυτίζονται

(V. PRC 35,3%, Metron Analysis 36,4%, MRB 34,9%, πίνακας 1).

Αντιθέτως, ως προς το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ, η Metron Analysis δίνει το υψηλότερο

ποσοστό (29%), η V. PRC το χαμηλότερο (23,9%) και η MRB ενδιάμεσο (26%,

πίνακας 1). Σύμπτωση των ερευνών υπάρχει σε γενικές γραμμές και ως προς τα

ποσοστά των μικρών κομμάτων.

2. Το ποσοστό του Δ. Αβραμόπουλου

Η μέτρηση της V. PRC κατέγραψε ποσοστό πρόθεσης ψήφου υπέρ του κόμματος του κ.

Αβραμόπουλου 12,7% (από 16,8% τον Ιανουάριο του 2001). Στις άλλες δύο

δημοσκοπήσεις, της Metron Analysis και της MRB, καταγράφονται μικρότερα

ποσοστά: 7,4% και 8,4% αντιστοίχως. Στο ψηφοδέλτιο της V. PRC η επιλογή

δίδεται ως «ΚΕΠ – Αβραμόπουλος». Στο ψηφοδέλτιο τόσο της Metron Analysis όσο

και της MRB αναφέρεται μόνο ως «ΚΕΠ». Επιπλέον, τουλάχιστον στο ψηφοδέλτιο της

MRB δίνονται ως επιλογές και άλλα μικρά κόμματα, όπως Φιλελεύθεροι, ΛΑΟΣ,

ΠΟΛ.ΑΝ. κ.λπ. Είναι φανερό ότι δεδομένου πως πρόκειται για νεοσύστατο κόμμα

(με 6 μήνες ζωή), που δεν έχει κατέβει ποτέ σε εκλογές, ούτε έχει απευθυνθεί

ακόμη μαζικά στο εκλογικό σώμα, η μη αναφορά τού ονόματος του κ. Αβραμόπουλου

και η μη σύνδεσή του με την ονομασία ΚΕΠ επηρεάζει καθοριστικά την κατανομή

της πρόθεσης ψήφου των δημοσκοπήσεων, υποεκτιμώντας το ποσοστό πρόθεσης ψήφου

υπέρ του νέου κόμματος. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από στοιχεία

πρόσφατων ερευνών: 25% των ερωτηθέντων «δεν έχει ακούσει σήμερα κάτι» για το

ΚΕΠ, ενώ επίσης 24% δεν γνωρίζει ποιος είναι ο αρχηγός του νέου κόμματος. Στην

ουσία, δηλαδή, πάνω από το 1/4 των ερωτωμένων στις δημοσκοπήσεις αυτής της

εποχής είναι πιθανόν να μη γνωρίζει ποιο είναι το ΚΕΠ, ή να μην το έχει

ταυτίσει/συνδέσει με τον κ. Αβραμόπουλο. Ωστόσο, ο πολίτης που γνωρίζει τον κ.

Αβραμόπουλο και θέλει να τον ψηφίσει, αλλά δεν γνωρίζει σήμερα πώς έχει

ονομασθεί το κόμμα του, είναι βέβαιο πως, όταν προσέλθει στην κάλπη για να τον

ψηφίσει, θα το γνωρίζει.

Για τον λόγο αυτό και το Ινστιτούτο V. PRC, θεωρώντας ορθότερη και λιγότερο

μεροληπτική αυτή τη μέθοδο, έχει επιλέξει να προσθέσει επεξηγηματικά την

υπόμνηση του προσώπου στον τίτλο του κόμματος. Σε αυτήν, επομένως, τη

μεθοδολογία οφείλεται η διαφορά των 3-4 μονάδων που προκύπτει στην έρευνα της

V. PRC υπέρ του ΚΕΠ και εις βάρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των κατηγοριών της

«αδιευκρίνιστης ψήφου». Σημειώνεται εδώ ότι, μετά την εμφάνιση του κόμματος

του κ. Αβραμόπουλου και την περίληψή του στα ψηφοδέλτια των δημοσκοπήσεων,

είναι πιθανόν η δήλωση πρόθεσης ψήφου στο ΚΕΠ να λειτουργεί σε κάποιο βαθμό

και ως υπεκφυγή ή ως «εύκολη λύση» εκδήλωσης της πολιτικής δυσαρέσκειας, όπως

δηλαδή λειτουργούσε έως σήμερα η επιλογή «αναποφάσιστος/η». Πρόκειται όμως για

μια υπόθεση εργασίας που δεν μπορεί να αποδειχθεί ακόμη.

3. Η παράσταση νίκης

Στην ίδια κατεύθυνση με την πρόθεση ψήφου λειτουργεί και η λεγόμενη «παράσταση

νίκης», η οποία διαμορφώνεται συντριπτικά υπέρ της Ν.Δ. και αποτελεί μια

κρίσιμη παράμετρο του κομματικού ανταγωνισμού. Παρά τις διαφορές, τα ποσοστά

αυτά είναι τα χειρότερα διαχρονικά και στις τρεις εταιρείες. Στην έρευνα της

V. PRC καταγράφεται η χειρότερη διαφορά για το ΠΑΣΟΚ (-42,5%), στην έρευνα της

MRB η μικρότερη (-24,4%) και στην έρευνα της Metron Analysis ενδιάμεση

(-35,3%, πίνακας 2). Και πάλι το σημαντικό δεν είναι οι διαφορές, αλλά η κοινή

κατεύθυνση των ερευνών, η γενικευμένη κοινωνική πεποίθηση, που αν συνεχισθεί

επί μακρόν, είναι πιθανόν να παγιωθεί και να ευνοήσει τότε «ρεύμα νίκης» υπέρ

της αντιπολίτευσης.

4. Η πολιτική και κοινωνική απομόνωση του ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ στέκει σήμερα και πολιτικά και κοινωνικά απομονωμένο, ενώ το

κυριότερο πρόβλημά του, ως κόμματος, που εντοπίζουν οι πολίτες είναι ακριβώς

αυτή η αποκοπή του από την κοινωνία. Πολιτικά δεν εμφανίζει εισροές ούτε από

τη Ν.Δ. ούτε από την Αριστερά ούτε από το ΔΗΚΚΙ, ενώ εμφανίζονται σημαντικές

διαρροές προς τη Ν.Δ. (10% των εκλογέων του 2000) και προς το ΚΕΠ (13%). Ως

προς το κόμμα του κ. Αβραμόπουλου είναι προφανές ότι η κρίση και αποδιάρθρωση

του ΠΑΣΟΚ κυρίως αυτό ωφελεί. Η ύπαρξη δε ενός πολιτικού φορέα που εν δυνάμει

μπορεί να λειτουργήσει ως υποδοχέας της πολιτικής δυσαρέσκειας συνιστά τη

δεύτερη σημαντική διαφορά της σημερινής από τη συγκυρία του 1998-99. Μετά τη

σύγκρουση του Ασφαλιστικού, που αποτέλεσε και την κεντρική αντιπαράθεση του

τρέχοντος έτους, αλλά και την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, η κοινωνική

απήχηση του ΠΑΣΟΚ έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Από την πλευρά της εκλογικής του

κοινωνιολογίας, η σημερινή εικόνα του κόμματος θυμίζει έντονα τοπίο

ευρωεκλογών 1999. Το νέο στοιχείο που προστίθεται είναι ότι μετά το

Ασφαλιστικό φαίνεται να υπάρχουν απώλειες και στην κατ’ εξοχήν προνομιακή

κοινωνική-εκλογική του κατηγορία, τους μισθωτούς του ιδιωτικού, ακόμη και του

δημόσιου, τομέα.

5. Η κάμψη της κυβερνητικής και πρωθυπουργικής δημοτικότητας

Η δημοτικότητα της αντιπολίτευσης ξεπέρασε για πρώτη την κυβερνητική

δημοτικότητα. Η δημοτικότητα της κυβέρνησης βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο

της πενταετίας, ενώ για πρώτη φορά και στις τρεις δημοσκοπήσεις υπολείπεται

της δημοτικότητας της αντιπολίτευσης, η οποία καταγράφεται στις μετρήσεις και

των τριών εταιρειών σε υψηλότερο επίπεδο (πίνακας 3).

Από την άλλη πλευρά, η δημοτικότητα του κ. Σημίτη εμφανίζει σημαντική κάμψη. Η

κοινή τάση που παρατηρείται τουλάχιστον στις δύο δημοσκοπήσεις (V. PRC, MRB)

είναι η σημαντική απομείωση, μετεκλογικά, της δημοτικότητας του κ. Σημίτη,

σχεδόν κατά δέκα μονάδες κατά την MRB και κατά 16 μονάδες κατά την V. PRC. Τα

επίπεδα δημοτικότητας που καταγράφονται είναι και αυτά τα χαμηλότερα της

πενταετίας. Η δημοτικότητα του κ. Καραμανλή εξακολουθεί να υπερτερεί της

δημοτικότητας του κ. Σημίτη. Αυτό δεν είναι νέο στοιχείο και παρατηρείται στις

μετρήσεις τόσο της MRB όσο και της V. PRC, ήδη από τις πρώτες μετεκλογικές

μετρήσεις του Ιουνίου 2000. Η διαφορά, όμως, υπέρ του κ. Καραμανλή

διευρύνεται, λιγότερο λόγω της ανοδικής τάσης της δημοτικότητας του κ.

Καραμανλή (+2,5, πίνακας 4) και κυρίως λόγω της σημαντικής πτώσης της

δημοτικότητας του κ. Σημίτη (-10,5).

6. Καταλληλότερος πρωθυπουργός

Τις περισσότερες αντιδράσεις προκάλεσε το αποτέλεσμα της ερώτησης σχετικά με

τον «καταλληλότερο πρωθυπουργό», που τίθεται τακτικά στο «Βαρόμετρο» των

«ΝΕΩΝ» από τον Ιανουάριο του 1998.

Ο λόγος είναι, προφανώς, ότι για πρώτη φορά φαίνεται να υπάρχει σε σημαντική

έκταση αποδυνάμωση της πρωθυπουργικής εικόνας του κ. Σημίτη.

Και αυτό συνιστά την τρίτη και ίσως πιο σημαντική διαφορά της σημερινής

συγκυρίας από την αντίστοιχη του 1998-99. Αυτή η κρίσιμη παράμετρος μετράται

από το Ινστιτούτο V. PRC με την ερώτηση: «Εάν στις επόμενες εκλογές, όποτε και

αν γίνουν αυτές, είχατε να διαλέξετε για πρωθυπουργό της χώρας ανάμεσα στον κ.

Σημίτη και στον κ. Καραμανλή, ποιον θα προτιμούσατε, τον κ. Καραμανλή ή τον κ.

Σημίτη;».

Η τελευταία μέτρηση του «Βαρόμετρου» δίδει 41,4% υπέρ του κ. Καραμανλή, έναντι

31,3% του κ. Σημίτη (πίνακας 5). Η διαφορά των 10,1 εκατοστιαίων μονάδων υπέρ

του κ. Καραμανλή συνιστά, πράγματι, ανατροπή σε σύγκριση με την προηγούμενη

μέτρηση του Ιανουαρίου. Τότε, η έρευνα είχε καταγράψει προβάδισμα 3,1 μονάδων

υπέρ του κ. Σημίτη (40,2, έναντι 37,1, αντιστοίχως).

Το συγκεκριμένο εύρημα ­ που παρουσιάστηκε τώρα για λόγους σύγκρισης ­ δεν

είχε περιληφθεί στην προηγούμενη παρουσίαση των «ΝΕΩΝ» του Ιανουαρίου, γεγονός

που προκάλεσε σύγχυση σε ορισμένους σχολιαστές οι οποίοι έσπευσαν να

υποστηρίξουν ότι άλλαξε η διατύπωση του ερωτήματος. Στην έρευνα του

Ιανουαρίου, όμως, είχε παρουσιασθεί ένα πρόσθετο ερώτημα με τα ονόματα όλων

των πολιτικών αρχηγών, λόγω της εμφάνισης του κ. Αβραμόπουλου.

Και στις τρεις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις καταγράφεται: α) διευρυμένη

υστέρηση του ΠΑΣΟΚ (7-12 μονάδων) στην πρόθεση ψήφου, β) συντριπτική παράσταση

νίκης εις βάρος του, γ) κατώτατα σημεία κυβερνητικής δημοτικότητας και δ)

διαφορές που κυμαίνονται από 9-19 μονάδες εις βάρος της δημοτικότητας του κ.

Σημίτη, έναντι του κ. Καραμανλή.

Επομένως, για έναν λογικό και καλοπροαίρετο παρατηρητή, ο οποίος έχει υπ’ όψιν

του το δυσμενές κλίμα που αποτυπώνουν συνολικά οι έρευνες, δεν θα έπρεπε να

προκαλεί τόση εντύπωση και αναταραχή η αποδυνάμωση της πρωθυπουργικής εικόνας

που προκύπτει από την επιπλέον ερώτηση περί καταλληλότερου πρωθυπουργού.

Διότι αυτή είναι και αναμενόμενη και σε λογική συνοχή με τα προηγούμενα

ευρήματα, στα οποία συγκλίνουν μάλιστα και οι τρεις έρευνες. Το αντίθετο δεν

είναι πειστικό και δημιουργεί πράγματι ερωτήματα.

Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph. D και διευθύνων

σύμβουλος του Ινστιτούτου V. PRC.