Κανείς δεν μπόρεσε να τον πλησιάσει ­ ούτε κι εγώ, βέβαια, που βρέθηκα, από

συγκυρία ολωσδιόλου απρόβλεπτη, στη Χάγη, την ίδια μέρα που τον «μετέφεραν»

εκεί. Το γκρίζο απρόσωπο κτίριο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ήταν μπροστά

μου, τα βαν των τηλεοράσεων παρατεταγμένα στη σειρά και οι ανταποκριτές κάτω

από τις άσπρες ­ ειδικά στημένες ­ τέντες, μετέδιδαν «τα νέα». Οι θέσεις ­

κάπου εκατόν πενήντα ­ του ακροατηρίου, πίσω από το γυάλινο αλεξίσφαιρο

παραπέτασμα που χώριζε την αίθουσα στα δύο, είχαν «κλεισθεί» ­ περίεργη

αντίληψη για τη «δημοσιότητα της δίκης» ­ ήδη δύο ημέρες πριν. Περίπτωση

εισόδου του ανώνυμου κοινού ­ έστω και περιορισμένη ­ δεν υπήρχε. Είδα από την

τηλεόραση ό,τι είδαν όλοι οι τηλεθεατές, έμαθα πως απέναντι στον κατηγορούμενο

είχαν παραταχθεί τέσσερις εισαγγελείς που μάταια ανέμεναν «την ευκαιρία». Σαν

επαγγελματίας του Τύπου θα ‘πρεπε να ήμουν θυμωμένη. Όμως, αλλού είχε κολλήσει

ο θυμός μου: στον τάχατες σκεπτικισμό των «φωτισμένων» αν ο κατηγορούμενος

τελικά θα έχει μια «δίκαιη δίκη». Γύριζα χρόνια πίσω, όταν στα θρανία της

Νομικής μάθαινα πως η δίκαιη δίκη δεν αρχίζει στο ακροατήριο, αλλά από τη

στιγμή της σύλληψης, με ουσιαστικό σεβασμό στην τήρηση της νομιμότητας. Και

για τούτον εδώ τον κατηγορούμενο η σύλληψη ήταν απαγωγή. Αν γι’ αυτό υπήρξε η

αναγκαία συνδρομή της πολιτικής εξουσίας της χώρας του, τόσο το χειρότερο.

Μπορώ να πω τα μύρια όσα για την παραβίαση της διεθνούς αρχής της μη

επιλεκτικότητας ­ και άρα την μεροληψία ­ από αυτήν την αλλόκοτη Δικαιοσύνη,

στέκομαι, όμως, στο τόσο καταφανές πρόκριμα για ό,τι μέλλει ν’ ακολουθήσει.

Η Χάγη είναι μια γραφική ολλανδική πόλη, με τραμ και ποδήλατα, λουλούδια και

εκπληκτικές αμμουδιές ­ κοντά σε μια από αυτές είναι και η φυλακή που

«φιλοξενεί» τον κατηγορούμενο. Την άφησα δίχως λύπη. Την πατρίδα μου ήθελα,

την πατρίδα μου.