«Πολύ συχνά, όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα συναινετικό

διακύβευμα (παράδειγμα: η οικονομία), επιτυγχάνει το καλύτερο εκλογικό της

αποτέλεσμα στο τέλος της πρώτης θητείας της… Μετά την πρώτη επανεκλογή, η

εκλογική επιρροή (της κυβέρνησης) ακολουθεί μια σταθεροποιητική – πτωτική

τροχιά».

Η διαπίστωση – πρόβλεψη του Γάλλου εκλογολόγου Pierre Martin φαίνεται να

επιβεβαιώνεται στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ (όπως, επίσης, επιβεβαιώθηκε στις

τελευταίες βρετανικές εκλογές). Το ΠΑΣΟΚ, αφού πέτυχε να διαχειριστεί με

επιτυχία ένα μεγάλο συναινετικό θέμα πολιτικής (την ένταξη στην ΟΝΕ), αφού

κέρδισε με ποσοστό υψηλότερο του 1996 τις εκλογές του 2000, βρίσκεται

αντιμέτωπο με το δυσαναπλήρωτο κενό που δημιούργησε η ίδια η επιτυχία του. Η

πτώση επιρροής του κυβερνώντος κόμματος είναι, συνεπώς, και φυσιολογική και

αναμενόμενη. Οι πολίτες συνηθίζουν σε μία «κατάσταση επιτυχίας», τη θεωρούν

«φυσική», και άρα παύουν να πιστώνουν στο κυβερνητικό κόμμα την επιτυχία αυτή.

Εάν η πτώση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ υπήρξε «αναμενόμενη», η ένταση και η

ταχύτητα της πτώσης αναμφίβολα εκπλήσσουν. Μεταξύ των πολλών παραγόντων που

επιτείνουν την καθοδική τάση, θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε έναν, που τον

θεωρούμε και τον πιο σημαντικό: τη μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία.

Η πολιτική είναι η τέχνη της νίκης στις καθημερινές μάχες, είναι όμως και η

τέχνη του να διατηρείς αμείωτο το ενδιαφέρον των πολλών, να τους εκπλήσσεις με

τις πολιτικές σου επιλογές, ή με τα πρόσωπα που καλούνται να υλοποιήσουν την

πολιτική σου. Αυτό πέτυχε το ΠΑΣΟΚ του 1974 και του 1981, αυτό πέτυχε το ΠΑΣΟΚ

του Κ. Σημίτη το 1996. Σε αυτό αποτυγχάνει το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ δεν

εκπλήσσει πλέον την κοινωνία.

Ούτε το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα, ούτε ο πρωθυπουργός ως άτομο, ούτε τα επιμέρους

στελέχη, όσο υψηλή δημοτικότητα και αν έχουν. Ας σταθούμε για λίγο, ως

παράδειγμα, στα υψηλόβαθμα στελέχη, για τα οποία η ιδιότητα «υπουργός» έχει

γίνει δευτέρα φύσις. Ποιο από τα στελέχη που φιλοδοξούν να διαδεχτούν τον Κ.

Σημίτη μπόρεσε να «εκπλήξει» την κοινή γνώμη με τις θέσεις και τις

επεξεργασίες του; Ποιο από τα στελέχη αυτά σκέφτηκε να αποσυρθεί οικειοθελώς,

για περιορισμένο διάστημα, από την κυβέρνηση; Να αποσυρθεί για το δικό του

συμφέρον, για να ανανεώσει τη δική του εικόνα, για να προβάλει ένα δεύτερο

επίπεδο της πολιτικής του προσωπικότητας (απελευθερωμένο από τις δεσμεύσεις

του κυβερνητικού ρόλου); Να αποσυρθεί προσωρινά για να ασχοληθεί, έστω «για

λίγο», με το κόμμα, για να γράψει ένα βιβλίο, για να δημιουργήσει, στους

οπαδούς, στο κοινό του, σε όλους μας, την επιθυμία της «επιστροφής του»;

Στην πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ τα έχει πει όλα και τα έχει υποσχεθεί όλα, και ­

άρα ­ δεν είναι σε θέση να εκπλήξει κανέναν, όσες νέες και όσο ειλικρινείς

υποσχέσεις και αν δώσει. Βέβαια, διατηρεί, ως κυβερνητικό κόμμα, το

πλεονέκτημα των κινήσεων, πλεονέκτημα που του επέτρεψε στο παρελθόν, σε ένα

ευνοϊκό «ξέφωτο» σε ό,τι αφορά τις τάσεις της κοινής γνώμης, να παραμείνει

στην εξουσία. Θα υπάρξει ένα τέτοιο ευνοϊκό «ξέφωτο» μέχρι τις επόμενες

εκλογές; Θα καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να ανανεώσει τα συνθήματα και την πολιτική του;

Θα καταφέρει να ανανεώσει τα πρόσωπα που υλοποιούν αυτή την πολιτική (μια από

τις μεγαλύτερες αποτυχίες του Κ. Σημίτη υπήρξε η αδυναμία του να εμπλουτίσει

την ηγετική ομάδα του κόμματος με νέες ηγετικές προσωπικότητες); Θα καταφέρει

να ενισχύσει τον καταρρακωμένο ιστορικό του δεσμό με τα λαϊκά στρώματα; Τίποτε

από τα προηγούμενα δεν είναι βέβαιο.

Το ισχυρότερο όπλο του ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο γεγονός ότι οι αντίπαλοί του, και

κυρίως η Ν.Δ., διακρίνονται από την ίδια αδυναμία να παραγάγουν ιδέες, να

εμφανίσουν νέα πρόσωπα, να «γοητεύσουν» την κοινωνία. Η λογική «η αδυναμία του

αντιπάλου είναι ισχύς» δεν φαίνεται να ωφέλησε, κατά το παρελθόν, τη Ν.Δ. Δεν

είναι βέβαιο ότι θα ωφελήσει αύριο το ΠΑΣΟΚ, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν τροποποιήσει

σημαντικά το πολιτικό του στίγμα.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.