Η Ελλάδα, πράγματι, υποφέρει από «… μια «παραξενιά της ιστορίας» που την

θέλει να προχωρεί μπροστά αλλά μετά να διστάζει και να επιστρέφει πίσω…»,

όπως επισήμανε ο Κ. Σημίτης στην εισήγησή του στην Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ.

Άλλωστε, τη σημασία αυτού του αποσπάσματος ανέδειξαν όλα όσα συνέβησαν σ’ αυτή

τη συνεδρίαση, καθώς και η πρόσφατη «ιστορική έκρηξη» του Κ. Σημίτη. Μήπως

βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα επιβεβαίωση του περί ου ο λόγος αποσπάσματος;

Μήπως όσα συμβαίνουν τελευταία υποδηλώνουν πως η περίοδος που ξεκίνησε το ’96

κινδυνεύει ν’ αποτελέσει μια ακόμα παρένθεση; Μήπως, μάλιστα, την ευθύνη γι’

αυτό το πισωγύρισμα ωθείται ν’ αναλάβει ο επικεφαλής του εγχειρήματος του ’96;

Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι απλά. Στη δεύτερη τετραετία έπρεπε να

μεταβληθεί το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα σε συνολικό όραμα αλλαγής, να

προωθηθεί ένα «δεύτερο κύμα εκσυγχρονισμού» και οι τομές που αναβλήθηκαν. Τα

πράγματα δεν κινήθηκαν σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κι έπειτα ήρθε η στρατηγική ­

όπως αποδεικνύεται ­ ήττα στο Ασφαλιστικό.

Ανοίγονταν, πλέον, καθαρά δύο δρόμοι. Ο πρώτος θα μπορούσε να αποκληθεί «φυγή

προς τα μπρος» και θα σηματοδοτούσε τη μετάβαση από μια περίοδο «ελάχιστου

μεταρρυθμισμού» σ’ αυτή του «ισχυρού μεταρρυθμισμού». Οι διαχωριστικές γραμμές

σ’ αυτό το πεδίο και υπάρχουν και θα ‘πρεπε να αναδειχθούν.

Ο δεύτερος δρόμος θα μπορούσε να ονομαστεί «φυγή προς τα πίσω» και θα

συμπεριελάμβανε την επιστροφή «εντός των τειχών», την καθήλωση σε μίζερες

ισορροπίες και την αναβολή των μεγάλων τομών. Αντί για τον «ισχυρό

μεταρρυθμισμό», να περάσουμε στον «ισχυρό βερμπαλισμό». Τόσο η «ιστορική

έκρηξη» όσο και η «αντικεφαλαιοκρατική ρητορεία» δείχνουν πως, έως τώρα,

γίνονται βήματα στον δεύτερο δρόμο.

Η ιστορική συνείδηση, βέβαια, πράγματι, χρειάζεται και είναι απαραίτητη. Αρκεί

εκείνος που ανοίγει τη σχετική συζήτηση να διακρίνεται από ιστορική

αμεροληψία. Να μην κρατά μεγεθυντικό (ή και παραμορφωτικό) φακό γα τους άλλους

και «μαύρα γυαλιά» για όσα αφορούν τη δική του πλευρά.

Δυστυχώς, αυτό συνέβη με τις σχετικές αναφορές του Κ. Σημίτη. Από τη μια, κατ’

ουσίαν, γελοιογραφούσαν μια καρικατούρα της ιστορικής πορείας των «άλλων». Από

την άλλη, δικαίωναν καθ’ ολοκληρίαν τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ σε όλες τις

περιόδους του, παρ’ ότι αυτά που πρέπει τώρα να αλλάξουν είναι δικά του

δημιουργήματα και παρ’ ότι η απόκτηση «κόκκινης κλωστής» για την πορεία του

περνά μέσα και από την αυτοκριτική.

Ανάλογα ισχύουν και για τις αντικεφαλαιοκρατικές κορόνες. Η προπαγανδιστική

εκδοχή τους από τον Κ. Λαλιώτη θύμισε, πράγματι, το πρώιμο ΠΑΣΟΚ ή την εποχή

της «μάχης του τελάρου». Το ουσιαστικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι περί ων ο

λόγος βερμπαλισμοί υπήρχαν και στις ομιλίες του Κ. Σημίτη σε μια πιο

επεξεργασμένη και συνδεδεμένη με τα προηγούμενα μορφή. Από το ένα άκρο: του

ΠΑΣΟΚ που «κοτερολογούσε» ­ με ό,τι αυτό σήμαινε ­ περάσαμε ξαφνικά στο άλλο:

του ΠΑΣΟΚ κατά… της πλουτοκρατίας. Και δεν είναι ανάγκη να είσαι…

απολογητής του καπιταλισμού για να εκτιμάς ότι το… σύστημα δεν αλλάζει με

βερμπαλισμούς αλλά με βαθιές μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει, βέβαια, και η εκδοχή να

κρίνει κανείς τα προηγούμενα σαν αναγκαίο κακό, ώστε να κατορθώσει ο Κ.

Σημίτης να συσπειρώσει το κόμμα του μετά την ήττα του Ασφαλιστικού. Όμως, η

«στροφή» και ο συνακόλουθος πολιτικός λόγος παράγουν μια αυτόνομη δυναμική.

Έπειτα υπάρχει το μέγιστο ιστορικό δίδαγμα ότι τα μέσα δεν αγιάζουν τον σκοπό.

Με αναχρονιστικά όπλα και επιχειρήματα πώς θα υπηρετηθούν εκσυγχρονιστικοί

στόχοι;

Ούτως ή άλλως, πάντως, η συνέχεια θα δείξει, και το κριτήρο της πράξης

προέχει. Λυδία λίθος, όπως ήλθαν τα πράγματα, είναι το Ασφαλιστικό. Θα

ακολουθηθεί η λογική του «μερεμετίσματος», όπως υποδηλώνουν οι προβληματικές

γενικολογίες των κομματικών οργάνων του ΠΑΣΟΚ; Ή θα επιστρέψει ο Κ. Σημίτης

στις μεταρρυθμιστικές του αφετηρίες και στις σχετικές προτάσεις τις οποίες

διατύπωνε; Αν συμβεί το δεύτερο, το ερώτημα στον τίτλο του άρθρου θα απαντηθεί

αρνητικά.

Ο δημοσιογράφος Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος της Ανανεωτικής

Εκσυγχρονιστικής Κίνησης της Αριστεράς.