Στις 28 Μαΐου του 1979 υπεγράφη η συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στις

Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Την 1η Ιανουαρίου 1981 η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος ­ το δέκατο ­ της

Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Με αφορμή τα 20 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην

ΕΟΚ, «ΤΑ ΝΕΑ» φιλοξενούν σειρά άρθρων επιθυμώντας να διερευνήσουν τα

προβλήματα που υπάρχουν και τις προοπτικές που διανοίγονται στις σχέσεις

Ελλάδας – Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ανεπαίσθητα, ίσως, για ορισμένους το πρώτο μεγάλο στάδιο της ομοσπονδίωσης της

Ευρώπης έχει πραγματωθεί με την ΟΝΕ και τη λειτουργία των θεσμών της. Το όραμα

μιας ενωμένης ηπείρου στη βάση μιας κλιμακωτής ολοκλήρωσης ­ τόσο από πλευράς

συμμετοχής κρατών όσο και από πλευράς ενοποίησης πολιτικών ­ έχει αγγίξει το

πρώτο μεγάλο απτό αποτέλεσμά του: οι εμπνευστές τής ευρωπαϊκής ιδέας ήθελαν να

δοθεί προτεραιότητα στην οικονομική ολοκλήρωση ­ απέναντι σε ένα εναλλακτικό

σενάριο «αυτοματικής» πολιτικής ένωσης ­ όχι ως αυτοσκοπός, αλλά ως κεντρική

κινητήρια δύναμη για περαιτέρω ενοποιητικές διαδικασίες.

Η ΟΝΕ σηματοδοτεί, λοιπόν, το τέλος μιας φάσης και την αρχή μιας άλλης. Και

είναι εύλογο να περιμένουμε ότι όταν δώδεκα κράτη αποφασίζουν να παραχωρήσουν

την οικονομική κυριαρχία τους σε εξωεδαφικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, δεν

θα αρκεστούν στη στατικότητα και στην απομόνωση που οι απλές οικονομικές

αποφάσεις από αυτά τα όργανα συνεπάγονται. Η ΟΝΕ, ως μια ένωση συμφερόντων,

για να μπορέσει να επιτελέσει τους στόχους της για την αύξηση της ευημερίας

των επιμέρους κρατών της, αλλά και για την ανάπτυξη του διεθνούς ρόλου της

Ευρώπης, ως μιας από τις υπολογίσιμες μονάδες της διεθνούς οικονομίας, δεν

μπορεί παρά να προχωρήσει σε ανάπτυξη κοινών πολιτικών που να μεγιστοποιούν το

επίτευγμα της ΟΝΕ.

Μία από αυτές τις πολιτικές είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική και η

πολιτική άμυνας. Με δεδομένο ότι η ΟΝΕ θα επιτελέσει έναν δυναμικό διεθνή

ρόλο, η ανάγκη υποστήριξής της από ευρύτερες αποφάσεις ­ ανάπτυξη συμμαχιών,

συνασπισμό συμφερόντων, ειρηνευτικές πρωτοβουλίες κ.λπ. ­ αποτελεί πρόκριμα

της επιτυχίας. Ακολουθώντας τη λογική της κλιμακωτής ολοκλήρωσης, θα μπορούσε

να προταθεί η ανάπτυξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας

σε θέματα που συνδέονται άμεσα με την ΟΝΕ, να παραχωρηθεί η κυριαρχία γι’ αυτά

στα όργανα της Ένωσης ­ που με τη σειρά τους πρέπει να μετασχηματιστούν για να

επιτελέσουν αποτελεσματικά το έργο τους ­, ενώ θέματα που είτε δεν ενδιαφέρουν

άμεσα την ΟΝΕ είτε δεν είναι ώριμα για μεταγωγή τους στον «ομοσπονδιακό»

πυρήνα είτε άπτονται εξαιρετικά ζωτικών συμφερόντων τών επί μέρους κρατών

μπορούν να παραμείνουν στην κυριαρχία των εθνικών κρατών. Κάτι τέτοιο δεν

είναι πρωτοφανές ως σχήμα στην ιστορία της εξέλιξης του ομοσπονδιακού

φαινομένου.

Το πρόβλημα, φυσικά, που ανακύπτει, αφορά τον βαθμό ετοιμότητας των κρατών της

ΟΝΕ σε τέτοιες μετεξελίξεις του ενοποιητικού φαινομένου. Είναι σαφές ότι

ορισμένες χώρες της ΟΝΕ θα έχουν δυσκολίες να αποδεχθούν παραχωρήσεις σε έναν

από τους θεμελιακούς πόλους της εθνικής πολιτικής. Αν, όμως, η Ευρώπη θέλει να

δώσει νόημα στην ΟΝΕ και να μην την καταδικάσει σε μαρασμό, αν θέλει να δώσει

νόημα στο όραμα μιας ηπείρου διαφορετικής από τις άλλες και να διεγείρει τους

Ευρωπαίους πολίτες, επαναφέροντάς τους στο ευρωπαϊκό όραμα, αυτοί οι δισταγμοί

θα πρέπει να ξεπεραστούν. Έστω και αν αυτό σημαίνει ότι η διεύρυνση των

πολιτικών και η θεσμική ανασύνταξη θα προσελκύσουν στην αρχή κράτη λιγότερα

από το άθροισμα των μελών της ΟΝΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολυμορφία

των θεσμικών διαρθρώσεων της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.

Ο Χρήστος Ροζάκης είναι καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου, αντιπρόεδρος του

Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων