Εν όψει της Διάσκεψης που θα συνδιοργανωθεί από τη ΓΣΕΕ, «ΤΑ ΝΕΑ» και το

ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Ομίλου Λόγοι Δράσης στην Αθήνα, στις 3, 4 και 5

Μαΐου, κατά την οποία, με βασικό προσκεκλημένο τον διεθνούς φήμης Γάλλο

κοινωνιολόγο Πιέρ Μπουρντιέ, θα συζητηθούν οι προτάσεις του για την

αναγκαιότητα της συγκρότησης ενός Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος, ως

απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας Κοινωνικής Ευρώπης, καθώς και

για τους όρους υλοποίησής του, «ΤΑ ΝΕΑ» -εν όψει της Διάσκεψης – ανοίγουν έναν

πρώτο κύκλο συζητήσεων. Θα φιλοξενούν όλο τον Απριλίου τοποθετήσεις και

αντιδράσεις εκπροσώπων του συνδικαλιστικού κινήματος, των κοινωνικών κινημάτων

και του κόσμου της διανόησης.

Πριν από λίγες μόλις μέρες η Ελληνική Δημοκρατία προικίστηκε με ένα ριζικά

ανακαινισμένο Σύνταγμα.

Ποτέ άλλοτε στην ελληνική συνταγματική ιστορία δεν έχει γίνει μια τόσο

εκτεταμένη αναθεώρηση του θεμελιώδους νόμου του κράτους, μέσα σε ένα τόσο

συναινετικό πολιτικό κλίμα, με τόσο διευρυμένες πλειοψηφίες και τόσο πλατιά

κοινοβουλευτική αποδοχή.

Ποτέ όμως άλλοτε στην ιστορία του ελληνικού συνταγματισμού η αναθεώρηση του

Συντάγματος δεν συνάντησε τόσο μεγάλη πολιτική απάθεια και αδιαφορία από την

κοινή γνώμη και από τους πολιτικούς, και δεν ήταν τόσο πολιτικά ανούσια και

άχρωμη, όσο η τελευταία.

Τι μπορεί να εισφέρει, στ’ αλήθεια, στην αναγέννηση της πολιτικής μια

αναθεώρηση που δεν εμπνέει τις μάζες και δεν συγκινεί την κοινή γνώμη, που την

αγνοούν οι πολιτικοί και δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτήν οι πολίτες. Πόσο μπορεί

να ανανεώσει τη χειμαζόμενη πολιτική ζωή ενός τόπου μια αναθεώρηση που δεν

παθιάζει, δεν μπορεί να καθοδηγήσει, δεν φοβίζει τους εν δυνάμει καταχραστές

της εξουσίας και δεν εξοπλίζει με νέα δικαιώματα ούτε ενισχύει με παλιά τούς

πολίτες;

Οι προηγούμενες διαπιστώσεις αποκτούν τεράστια, κατά γνώμη μου, πολιτική

σημασία και γίνονται εξόχως διδακτικές, όταν συγκριθούν και σταθμιστούν με τα

ανάλογα συνταγματικά εγχειρήματα του εικοστού και του δέκατου ένατου αιώνα.

Γενικά η δημοκρατική πολιτική μας ιστορία δείχνει ότι υπήρχε από τα πρώτα

βήματα του ελληνικού συνταγματισμού ένα πάθος για την πολιτεία, μια καθολική

πολιτική στράτευση λαού, πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας σε έναν κοινό

πολιτικό στόχο, που ήταν η κατάκτηση και η κατοχύρωση του δημοκρατικού

πολιτεύματος. Η στράτευση μάλιστα δεν ήταν τότε το αποτέλεσμα μιας λογικής και

καλοζυγισμένης απόφασης, αλλά πράξη συλλογική και συνειδητή μεν, φορτισμένη

όμως συναισθηματικά, γεμάτη από συγκίνηση που στόχευε στην πραγματοποίηση ενός

έλλογου, συλλογικού σχεδίου: στην οικοδόμηση μιας δημοκρατικής πολιτείας, ενός

κοινού τόπου ισότιμης πολιτικής διαβίωσης ελεύθερων πολιτών.

Η συστράτευση εξάλλου των διανοουμένων στον κοινό αυτόν πολιτικό στόχο ήταν

πηγαία και αυθόρμητη, καθολική και εναρμονισμένη με το λαϊκό κίνημα.

Αυτός ο «κοινός πολιτικός τόπος» λείπει, κατά τη γνώμη μου, από την

επιζητούμενη σημερινή στράτευση της γνώσης στους στόχους του «ευρωπαϊκού

κοινωνικού κινήματος», που φαίνεται να έχει αποκλειστικά «αμυντικό» χαρακτήρα

και διαθέτει ένα υπόβαθρο «κοινωνικό». Στηρίζεται όμως σε μια νέα συνθήκη,

πρωταρχικής σημασίας, που είναι ο υπερεθνικός «τόπος» της πραγμάτωσής του.

Ένα κίνημα ωστόσο που θέλει να προστατεύσει και εν δυνάμει να απελευθερώσει

την εργασία – απασχόληση, τη ζωή, την υγεία και το οικοσύστημα και γενικότερα

την «πολιτική» από τις δυνάμεις της αγοράς που τη δυναστεύουν δεν μπορεί να μη

συζητήσει και αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά με όρους πολιτικής, έξω δηλαδή

από την «επικράτεια της πολιτικής»: εδώ ως επικράτεια της πολιτικής νοείται ο

«τόπος» συζήτησης, διεκδίκησης και από κοινού διαχείρισης των «δημόσιων

πραγμάτων» ή των «κοινών υποθέσεων». Ο τόπος αυτός των κοινών υποθέσεων μπορεί

να υποβαστάζεται ηλεκτρονικά και ακόμη να υποστασιοποιείται και ως

κυβερνοχώρος με τη συνδρομή του Διαδικτύου και των σύγχρονων μέσων

επικοινωνίας.

Πιστεύω δηλαδή ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί να αποφύγει τον

μετασχηματισμό του σε πολιτικό κίνημα και δεν θα μπορέσει να συνεγείρει, να

συγκινήσει και να εμπνεύσει, αν δεν αποκτήσει έναν ενοποιητικό πολιτικό στόχο,

που δεν είναι άλλος από τη διαμόρφωση μιας δημόσιας πολιτικής σφαίρας,

πρόπλασμα μιας νέας «ευρωπαϊκής κυριαρχίας». Η τελευταία δεν θα είναι, όπως

ήταν η κρατική κυριαρχία, μία, μοναδική και μονολιθική, αλλά θα επιμερίζεται

και θα μοιράζεται σε αλληλοεξαρτώμενες πολλαπλές, τοπικές, περιφερειακές,

κοινωνικές, πολιτιστικές, κ.ά., «κυριαρχίες», που θα συγκροτούν η καθεμία

ξεχωριστά μία «επικράτεια» και όλες μαζί πολλές και πολλαπλές επικράτειες που

θα καταλήγουν σε μια «κοινή επικράτεια της πολιτικής».

Είναι αυτονόητο ότι στο κίνημα αυτό καθείς μετέχει ως πολίτης και

ευαγγελίζεται μια νέα αναπαράσταση του Ευρωπαίου «πολίτη», του οποίου η

φυσιογνωμία πλάθεται και να ξαναπλάθεται με προζύμη το διαφωτιστικό αίτημα,

διαλεκτικά διατυπωμένο: εργασία – παιδεία – δημοκρατία. Η δημοκρατία όμως

αγκαλιάζει και εμπεριέχει τα άλλα δύο.

Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου.