Δύσκολες ώρες, οριακές. Υπάρχουν για τον καθένα όταν τον απειλεί ο χωρισμός

από τη ρίζα. Κι ούτε που η λογική μπορεί να ισιώσει την ταραχή, οι άνθρωποι

που μας γέννησαν είναι πάντα οι τροφοί, ας έχουν γείρει με τα χρόνια, πόσο

περισσότερο όταν κρατούν ώς το βάθος της ηλικίας τη ζωντάνια του εφήβου,

αρνητές της φθοράς, πείσμονες υπερασπιστές του προστατευτικού ρόλου τους για

παιδιά και εγγόνια. Ευτύχησα. Με γονιούς που μοιράζονταν το μεγάλωμά μου ακόμη

κι αν δεν καταλάβαιναν πόσο γρήγορα αλλάζουν οι εποχές. Εδώ και χρόνια ξέρω

πως ο άνδρας της ζωής μου ήταν ο πατέρας μου, τον κρατώ ζωντανό με όσα φύτεψε

μέσα μου, εύψυχο και συνάμα ευάλωτο, γενναιόφρονα ακόμη και γι’ αυτούς που τον

πίκραιναν. Τον βρίσκω σε κάθε βήμα, σαν σκιά του εαυτού μου, να με σηκώνει στα

πεσίματα, να τινάζει από πάνω μου το χώμα και να με βεβαιώνει μ’ εκείνο το

μικρό τρυφερό χαμόγελο, «δεν είναι τίποτα, θα ξαναπέσεις και θα ξανασηκωθείς».

Κοντά δεκατρία χρόνια έχει φύγει κι όμως έμεινε, τα παιδιά τον φέρνουν συχνά

στην κουβέντα, με υπερηφάνεια. Και η μάνα αρνήθηκε ν’ αφήσει το σπίτι της

Αιδηψού, το πατρικό, για να μείνει μαζί μας. Μαζί πότιζαν τις πορτοκαλιές, τις

λεμονιές, τις μανταρινιές της αυλής, μαζί, αξεχώριστοι σ’ όλα. Άλλο πράγμα,

εκείνη. Μάτια μαργιόλικα και κεφάλι αγύριστο, κοκέτα και την ίδια ώρα ακάματη

δουλευταρού στο πλευρό του. «Βρε ποιος μπορεί να τα βγάλει πέρα με τη μάνα

σας;», έλεγε εκείνος. Πέρυσι μου έδεσε τα μαλλιά πίσω με μια κορδέλα, όπως

όταν ήμουν μικρή. «Να, έτσι να χτενίζεσαι. Βάλε και λίγο κραγιονάκι». Μαμά, σε

παρακαλώ, μη φύγεις…