Ι. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δημιουργήθηκε στη χώρα μας συγχρόνως με το

κράτος, στα πρότυπα του ναπολεόντειου συστήματος όπως αυτό είχε διαμορφωθεί το

1830. Χαρακτηριστικά του συστήματος ήταν η δημιουργία δήμων ανεξαρτήτως προς

την επί τουρκοκρατίας οργάνωση, η ανάπτυξή τους σε τρεις κατηγορίες με βάση

την αρχή ότι το μέγεθος αποτελεί προϋπόθεση για τις αρμοδιότητες, και η

διάκριση ανάμεσα σε ένα βουλευόμενο όργανο, το δημοτικό συμβούλιο και ένα

εκτελεστικό όργανο, τον Δήμαρχο.

Το σύστημα αυτό καταργήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόλις το 1912, με

σύνθημα την απελευθέρωση των συνοικισμών και την αναγόρευσή τους σε

κοινότητες. Η πράξη αυτή σήμαινε πολιτικά την περιθωριοποίηση της

Αυτοδιοίκησης, αφού κατακερματιζόταν σε χιλιάδες θνησιγενείς οργανισμούς. Ήταν

το τίμημα που καλούνταν να πληρώσει ο γνωστός βλαχοδημαρχισμός, δηλαδή η

κατάχρηση της τοπικής εξουσίας από άξεστους επαρχιώτες με σκοπό την εξάρτηση

της κεντρικής πολιτικής ζωής, μέσω του ελέγχου της εκλογής των βουλευτών.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση ξαναήλθε στο πολιτικό προσκήνιο με το Σύνταγμα του 1975

και τις πολιτικές πρωτοβουλίες των δύο τελευταίων δεκαετιών. Έτυχε λεπτομερούς

συνταγματικής κατοχύρωσης σε πρώτο βαθμό, ενώ προβλέφθηκε η δυνατότητα τής διά

νόμου εισαγωγής και άλλων βαθμών Αυτοδιοίκησης.

ΙΙ. Θεωρώ ότι πέραν της γενικής αναφοράς στην Τοπική Αυτοδιοίκηση,

τίποτε άλλο δεν πρέπει να συμπεριληφθεί στο αναθεωρούμενο Σύνταγμα. Η Τοπική

Αυτοδιοίκηση είναι ένα επίπεδο οργάνωσης που κανένας σήμερα δεν αμφισβητεί τη

χρησιμότητα και αναγκαιότητά του. Άλλωστε, η θεμελιώδης αρχή της

επικουρικότητας, αλλά και η δημοκρατική αρχή, την υπονοούν και την επιβάλλουν:

Κάθε τι που μπορεί να γίνει σε κατώτερο, πλησιέστερο προς τον πολίτη επίπεδο,

πρέπει να μην γίνεται σε ανώτερο. Λεπτομερέστερα:

Στο Σύνταγμα κατοχυρώνονται οι αρμοδιότητες της αυτοδιοίκησης έναντι εκείνων

του κράτους και τοπικές υποθέσεις ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά της.

Η διάταξη είναι αναχρονιστική. Προϋποθέτει ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση και το

κράτος βρίσκονται σε κατάσταση ανταγωνισμού αρμοδιοτήτων και μάλιστα με τέτοια

δυσπιστία, ώστε να απαιτείται συνταγματική παρέμβαση, καθώς επίσης ότι είναι

δυνατό να μοιρασθούν οι αρμοδιότητες με βάση το αφηρημένο κριτήριο της γενικής

και της τοπικής υπόθεσης.

Τίποτα από τα δύο δεν ισχύει σήμερα. Ο πολιτικός ανταγωνισμός Αυτοδιοίκησης

και κράτους ανάγεται στην εποχή σχηματισμού της κεντρικής πολιτικής εξουσίας

των σύγχρονων κρατών, ενώ η στατική διάκριση των υποθέσεων σε γενικές και

τοπικές που εισήχθη στην πολιτική επιστήμη τον 19ο αιώνα από τον Alexis de

Tocqueville, είναι χρήσιμη σε μια γεωργική μάλλον παρά μεταβιομηχανική εποχή.

Στις ημέρες μας, δεν υπάρχει σχεδόν καμία γενική υπόθεση που να μην έχει

τοπική αναφορά, ενώ μια τοπική υπόθεση μπορεί να αποκτήσει εύκολα γενική

σημασία.

Στις ημέρες μας, που χαρακτηρίζονται από μια αδιαμφισβήτητη δημοκρατική

οργάνωσης της κοινωνίας, εκείνο που ενδιαφέρει είναι η διοίκηση να ασκείται

εκάστοτε στο επίπεδο εκείνο που εγγυάται την καλλύτερη και αρτιότερη εκτέλεση

της υπηρεσίας. Ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τούτο όμως, σε ποιο δηλαδή επίπεδο

πρέπει κατά τη διοικητική επιστήμη να ασκείται μια αρμοδιότητα, δεν μπορεί να

είναι εκ των προτέρων και παγιωμένα γνωστό. Πρόκειται για μια δυναμική σχέση.

Εάν ήταν λοιπόν αναγκαίο να κατοχυρωθεί κάτι συνταγματικά, αυτό θα ήταν μόνο η

αρχή ότι κανείς δεν πρέπει να κληθεί να ασκεί αρμοδιότητες που δεν του είναι

αντικειμενικά δυνατό να ασκήσει.

Η ισχύουσα διάταξη που κατοχυρώνει τους ΟΤΑ πρώτου βαθμού δημιούργησε ήδη

προβλήματα στην πολιτική εξέλιξη του τόπου όταν ο νομοθέτης επέλεξε να προβεί

σε αναγκαστικές συνενώσεις, παρά την, έστω και φραστική, συνταγματική αναφορά

στην ύπαρξη κοινοτήτων. Έχει γίνει λοιπόν προφανές, ότι κάθε αναφορά και

κατοχύρωση οργανωτικών σχημάτων είναι επικίνδυνη για την εξέλιξη των θεσμών.

Περαιτέρω, είναι πλέον κοινός τόπος ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση δεν έπρεπε

ποτέ να είχε δημιουργηθεί, κατά την άποψη που είχα πάντοτε εκφράσει. Οι

διαστάσεις της χώρας υπαγορεύουν άλλα οργανωτικά σχήματα.

Θεωρώ πράγματι ότι θα έπρεπε η βασική οργάνωση να στηρίζεται στους δήμους. Οι

δήμοι θα έπρεπε να προκύψουν από αναγκαστική συνένωση, που όμως δεν σημαίνει

απρογραμμάτιστη συνένωση χωρίς κοινωνική και οικονομική ανάλυση βιωσιμότητάς

τους, δεδομένου ότι κάθε πράξη και μάλιστα εκείνες που επιβάλλονται στην

κοινωνία πρέπει να αποδεικνύουν ορθολογικά την ορθότητά τους. Οι δήμοι θα

πρέπει να έχουν μέγεθος ικανό ώστε οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και οι

κοινωνικές δυνάμεις τους να στηρίζουν τις σημαντικές αρμοδιότητές τους. Θα

μπορούσαν να είναι οργανωμένοι σε τρία επίπεδα, ώστε καθένα να έχει τόσες μόνο

αρμοδιότητες όσες μπορεί πράγματι να ασκήσει. Υπενθυμίζεται, ότι το σχέδιο

Καποδίστριας, δημιούργησε δήμους κατά μέσον όρο 1.500 κατοίκων, ενώ κατά την

προϊσχύσασα νομοθεσία, ο δήμος έπρεπε να έχει τουλάχιστον 10.000 κατοίκους.

Έγινε δηλαδή τόση φασαρία για να δημιουργηθούν δήμοι που ο πληθυσμός τους

μόλις ξεπερνά το κατά την προϊσχύσασα νομοθεσία όριο βιωσιμότητας μιας

κοινότητας!

Ισχυροί δήμοι δεν πρέπει όμως να σημαίνει και ισχυροί δήμαρχοι, αλλά ισχυρή

Αυτοδιοίκηση. Η ισχύς του δημάρχου στηρίζεται στο εκλογικό σύστημα της εποχής

της ανίσχυρης Τοπικής Αυτοδιοίκησης που του εξασφαλίζει τα 3/5 των συμβούλων,

δηλαδή μια συμπαγή και ισχυρή ομάδα.

Η τοπική εξουσία πρέπει να περάσει στα δημοτικά συμβούλια, διότι διαφορετικά

το δημαρχοκεντρικό σύστημα εύκολα μπορεί να εκφυλισθεί σε νέου τύπου

βλαχοδημαρχισμό, κάτι που έχει δυστυχώς σε μεγάλη έκταση συμβεί κιόλας. Με

αλλαγή του εκλογικού συστήματος και εκ περιτροπής από τους συμβούλους,

πλειοψηφίας και μειοψηφίας, άσκηση του δημαρχιακού έργου, όπως συμβαίνει στη

χώρα – μητέρα της σύγχρονης Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την Αγγλία, η εικόνα και η

δυναμική θα αλλάξουν.

Τούτο θα δώσει και ένα αποφασιστικό χτύπημα στην διαφθορά της τοπικής

κοινωνίας, η οποία αποτελεί πράγματι κοινό πλέον τόπο: Τοπικά στελέχη των

κομμάτων, που μπορούν να ελπίζουν στην υποστήριξη των κομματικών μηχανισμών ή

τμήματός τους, συνασπίζονται σε συμμαχίες όλων των ειδών, και όχι βέβαια

πάντοτε με κριτήριο το γενικό συμφέρον, προκειμένου να πετύχουν την πολυπόθητη

εκλογή του συνδυασμού στην εξουσία. Το άλλοθι για τις συμμαχίες το έχει

προσφέρει το πολιτικό παρελθόν της Αυτοδιοίκησης, τις δυνατότητες της τοπικής

εξουσίας τις έχουν εξασφαλίσει οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις. Ψιθυρίζεται

κάποιες φορές στην επαρχία ότι τα τοπικά δημόσια έργα σχεδόν προπωλούνται,

προκειμένου οι συνδυασμοί να εξασφαλίσουν τα οικονομικά μέσα για να κερδίσουν

τις εκλογές.

Η ύπαρξη ισχυρών δήμων δεν αφήνει όμως, περιθώρια για ανάπτυξη και Νομαρχιακής

Αυτοδιοίκησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η δημιουργία Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης

προβλέφθηκε ήδη στην εποχή του Όθωνα, επιχειρήθηκε η ενεργοποίηση του θεσμού

πολλές φορές στον 19ο αιώνα, και κάθε φορά ακολούθησε η κατάργησή του. Η

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση μετατρέπει τους νομάρχες σε ισχυρούς τοπάρχες, μπροστά

στους οποίους οι εξουσίες των παλαιών φεουδαρχών ωχριούν. Δεδομένου μάλιστα

του συνταγματικού κανόνα κατά τον οποίο, οι τοπικές υποθέσεις ανήκουν στην

Τοπική Αυτοδιοίκηση, και του μεγέθους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που δίδει

διαφορετική διάσταση στην έννοια της τοπικής υπόθεσης, πλην της εξωτερικής

πολιτικής και της Δικαιοσύνης, ίσως τίποτε άλλο δεν μένει στο κράτος, πράγμα

που είναι φαίνεται άτοπο για μια μικρή χώρα όπως η δική μας.

Μερικοί βιάζονται να κατοχυρώσουν την περιφέρεια σε δεύτερου ή τρίτου βαθμού

Τοπική Αυτοδιοίκηση. Λησμονούν ότι η περιφέρεια έχει προς το παρόν μικρή

διαδρομή στη χώρα μας και δεν έχει ακόμη μορφοποιηθεί. Όπως αναφέρθηκε και

παραπάνω, οι επιλογές ως προς τον τρόπο οργάνωσης μιας κοινωνίας στις

δημοκρατικές ημέρες μας δεν πρέπει να γίνονται πλέον με ιδεολογήματα του

παρελθόντος, αλλά με βάση την πρακτική αρχή και τον ορθολογισμό.

Ένα δυναμικό Σύνταγμα λοιπόν που δεν θα κοιτάζει προς το παρελθόν αλλά θα

επιθυμεί να διασφαλίσει ένα καλύτερο αύριο σε μια δημοκρατική κοινωνία που

αισθάνεται ασφαλής και είναι βέβαιη για τις επιλογές της, θα πρέπει να

περιορισθεί σε μια απλή αναφορά ότι, νόμος ορίζει την οργάνωση ενός

ολοκληρωμένου συστήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ο Σπυρίδων Φλογαΐτης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του

Πανεπιστημίου Αθηνών