Ο Ελευθέριος Βενιζέλος λίγο μετά την έλευση του ελληνικού στρατού στη Μικρά

Ασία γράφει σε συνεργάτη του ότι «η υπό των Δυνάμεων αποφασισθείσα προ 60

ημερών καθαρώς ελληνική κατοχή της Σμύρνης ήτις εθεωρήθη τότε και δικαίως ως η

απαρχή μιας νέας μεγαλουργίας, θ’ αποδειχθή ότι δεν ήτο παρά εν μετέωρον

στιγμιαίας λάμψεως…». Όλοι μας γνωρίζουμε τι επακολούθησε. Το ελληνικό

κράτος δεν απολάμβανε τότε και δεν απολαμβάνει τώρα της απαραίτητης αποδοχής,

δεν είχε και δεν έχει τα μέσα για να επιβάλει από μόνο του τη σταθερότητα στην

ευρύτερη περιοχή, σταθερότητα που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και

προστασία του ευρύτερου Ελληνισμού, αλλά και για την ειρηνική διαβίωση της

ίδιας της Ελλάδας.

Αναλύοντας τα χαρακτηριστικά τής σταδιακά επιβαλλόμενης σταθερότητας στην

περιοχή σήμερα και ειδικότερα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, διαπιστώνουμε την

παρουσία των απαραίτητων όρων και συνθηκών που δεν ήταν στη διάθεση της χώρας

μας το 1918-22. Πρώτον, την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων αδιαμφισβήτητης

ισχύος έναντι των τοπικών παικτών. Δεύτερον, τη διάθεση πόρων για την

ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της περιοχής. Τρίτον, την εγκατάσταση ενός

αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου ενσωμάτωσης των οικονομιών της περιοχής

μεταξύ τους αλλά και με την Ευρώπη.

Η συνεχής παρουσία των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων στο Κόσοβο και τη Βοσνία –

Ερζεγοβίνη, με τη συμμετοχή και ελληνικών μονάδων, παγιώνοντας μια μέχρι

πρότινος έκκρυθμη κατάσταση, επιτρέπει στη νέα σερβική ηγεσία να ασχοληθεί με

την ένταξη της χώρας της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η νέα αυτή κατεύθυνση της Σερβίας με τη σειρά της επιτρέπει στο ελληνικό

κεφάλαιο να ολοκληρώσει τη βαλκανική του στρατηγική, διευρύνοντας τις

δραστηριότητές του στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα αναδεικνύει την ακόμα

κεκρυμμένη αξία του ελ1ληνικού κεφαλαίου στις άλλες βαλκανικές χώρες, μια που

η ομαλοποίηση στην πρώην Γιουγκοσλαβία έχει θετικές συνέπειες για την Αλβανία,

τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ­ είτε μέσω της ολοκλήρωσης έργων υποδομής, ιδίως

στις μεταφορές, που μέχρι πρότινος δεν ήταν εφικτή λόγω της απομόνωσης που

επέβαλλε στη Σερβία το καθεστώς Μιλόσεβιτς, είτε μέσω της αποχαρακτήρισης των

Βαλκανίων ως ενός είδος βίαιου και ασταθούς γκέτο, στο περιθώριο του διεθνούς

επενδυτικού ενδιαφέροντος.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σε μια περιοχή που μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης και

όπου η ελληνική επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση, το ελληνικό κεφάλαιο θα

ενισχύσει τη διαπραγματευτική του σχέση, αλλά και τη συνέργειά του με τις

διεθνείς αγορές. Η ίδια η Ελλάδα θα αυξήσει το γεωπολιτικό της βάρος εξαιτίας

αυτού του λόγου. Θα υπάρξουν θετικές συνέπειες για την εγχώρια οικονομία μας

με τις αποδόσεις των ελληνικών επενδύσεων στα Βαλκάνια να αποκτούν στο ορατό

μέλλον ανάλογη σημασία με αυτήν που είχαν παλαιότερα οι άδηλοι πόροι της

μεταναστευτικής αποταμίευσης και της ναυτιλίας.

Υποτιμούμε και την επαγγελματική συνείδηση, αλλά και το εθνικό φρόνημα των

Ελλήνων στρατιωτών που υπηρετούν τη χώρα στα Βαλκάνια όταν τους φανταζόμαστε

απρόθυμους να υπηρετήσουν, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής τους, αυτόν ακριβώς

τον στόχο, μιας Ελλάδας οικονομικά και πολιτικά ισχυρής, που είναι σε θέση να

εξασκήσει την επιρροή της στην περιοχή σε συνθήκες ευρύτερης και αυξανόμενης

σταθερότητας. Απαξιώνουμε ένα καίριο εργαλείο της σημερινής μας εξωτερικής

πολιτικής όταν ισχυριζόμαστε, όπως αφέθηκε να εννοηθεί πρόσφατα στη Βουλή, ότι

αυτός ο στόχος δεν αξίζει τη ζωή ούτε ενός Έλληνα στρατιώτη. Σε τελευταία

ανάλυση, εάν είναι όντως έτσι τα πράγματα, δεν αξίζει ούτε οι πυροσβέστες μας

να υπερασπιστούν τα δάση μας από τις πυρκαγιές, ούτε οι αστυνόμοι μας να

υπερασπιστούν τον Έλληνα πολίτη από την εγκληματικότητα. Ας πάνε όλοι στα

σπίτια τους και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.

Όσο για αυτούς που αποστρέφονται την ενίσχυση του ευρω-ατλαντικού imperium

στην περιοχή μας, ενίσχυση στην οποία η Ελλάδα ορθώς και με γνώμονα το

συμφέρον της συμβάλλει, ας μας σκιαγραφήσουν ένα μέλλον για τη χώρα εν τη

απουσία του. Μπορούν να κάνουν και χρήση πρόσφατων παραδειγμάτων όπου οι

δυνάμεις και οι οργανισμοί, που οι ίδιοι σήμερα απορρίπτουν μετά βδελυγμίας,

δεν θεώρησαν σκόπιμο να επέμβουν. Το σημερινό Κονγκό και η Ρουάντα έρχονται

κατά νου. Ζουν άλλωστε σ’ αυτές τις δύο χώρες ακόμη κάποιοι δύσμοιροι

συμπατριώτες μας και ανά πάσα στιγμή μπορούμε να τους ρωτήσουμε και να μας

πουν πώς εκλαμβάνουν την έλλειψη ενδιαφέροντος της Ευρώπης και των Ηνωμένων

Πολιτειών στα δικά τους μέρη.