Ποια είναι, στο επίπεδο της Ευρώπης, τα κοινωνικά εμπόδια που ανακόπτουν

σήμερα την επιτάχυνση του ρυθμού της κοινωνικής ενοποίησης;

Στην περίπτωση της νομισματικής ενοποίησης ο συνδυασμός, σε ευρωπαϊκό και

διεθνές επίπεδο, των κυρίαρχων δυνάμεων ­ δυνάμεων οικονομικών,

μεσο-επικοινωνιακών, γραφειοκρατικών, πολιτικών ­ δεν έχει επί το έργον ποτέ

αντικρουσθεί. Στις περισσότερες χώρες της Ένωσης ακόμα και οι εχθρικώς

διακείμενες στη νομισματική ενοποίηση δυνάμεις, παρ’ ότι πολυάριθμες, όχι μόνο

δεν επέτυχαν να επιβραδύνουν τον ρυθμό της «πορείας προς το ευρώ», αλλά

ενδεχομένως προκάλεσαν, τουλάχιστον μερικώς, την επιτάχυνσή του.

Εν αντιθέσει, ποιες είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που υπηρετούν τον στόχο της

κοινωνικής ενοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Μολονότι τυγχάνει τυπικώς της

γενικής συναινέσεως, ο στόχος αυτός κάνει κυρίως αισθητή την παρουσία του στον

λόγο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, των λοιπών άλλων αριστερών οργανώσεων,

των υπαλληλικών συνδικάτων, καθώς και ορισμένων οργανώσεων ανέργων ή άλλων

κοινωνικών κινημάτων. Ωστόσο, η κοινωνική ενοποίηση δεν έχει συσταθεί ως

προτεραιότητα από τις πολλές και διάφορες αυτές οργανώσεις εξίσου όπως η

νομισματική ένωση έχει αναγορευθεί σε προτεραιότητα από τις οικονομικές,

γραφειοκρατικές και μιντιο-πολιτικές εξουσίες. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον

Habermas, ο μηχανισμός κοινωνικής οικοδόμησης της Ευρώπης υποφέρει από την

απουσία ενός εξίσου ενοποιητικού όσο και διαρθρωτικού στόχου με πολιτικό και

οικονομικό περιεχόμενο. Η έντονη παρουσία του ευρώ στα ΜΜΕ και η προεξόφληση

των πολύ απτών και συγκεκριμένων αποτελεσμάτων του (στα χρηματοφυλάκια, στους

τρέχοντες λογαριασμούς, στην αποταμίευση των φορέων) προσδίδουν στην εφαρμογή

του ευρώ μια πραγματική υπόσταση, την οποία οι απλοί οικονομικοί φορείς είναι

πολύ ευκολότερο να αντιληφθούν σε σχέση με την «κοινωνική Ευρώπη».

Οι διάφορες απόπειρες προώθησης της κοινωνικής Ευρώπης, τις οποίες

παρακολουθούμε σήμερα, συνήθως φέρουν ακόμη έντονα τα ίχνη μιας

κινητοποιητικής ρητορικής που αποτελεί μάλλον κατάλοιπο του στρατευμένου

λόγου, παρά πραγματικό άξονα κοινωνικού και πολιτικού αγώνα. Επιπρόσθετα,

διαθέτουν συνήθως μια συγκυριακή, «κεϋνσιανή» διάσταση, η οποία προϋποθέτει

μια επί μονίμου βάσεως δράση του δημοσίου για τη διάθεση και αναδιάθεση των

πόρων. Από την άλλη μεριά, όπως σημειώνει ο Pierre Bourdieu, σε ό,τι αφορά τις

πιο σπάνιες εκείνες συζητήσεις σχετικά με το ευρωπαϊκό ελάχιστο εισόδημα και,

κυρίως, τα ευρωπαϊκά επιδόματα ανεργίας, τη μείωση του χρόνου εργασίας σε

ευρωπαϊκή κλίμακα, τον κατώτατο ευρωπαϊκό μισθό, το ευρωπαϊκό δικαίωμα

εργασίας, το ευρωπαϊκό σύστημα συνταξιοδότησης, δημόσιας υγείας, εκπαίδευσης

και επαγγελματικής κατάρτισης και, συνεπώς κατ’ ανάγκην, με την ταχεία σύσταση

ενός πραγματικού ευρωπαϊκού φορολογικού συστήματος, το εύρος των επιστημονικών

συζητήσεων και των συλλογικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών αντεγκλήσεων

φαίνεται απείρως πιο περιορισμένο. Και η εξέλιξη, απείρως πιο χαώδης απ’ ό,τι

το εύρος των αντίστοιχων συζητήσεων σχετικά με την οικονομική και νομισματική

σύγκλιση. Αντί να αναζητηθούν οι όροι που θα επέτρεπαν τη μετατροπή των

ζητημάτων αυτών σε αντικείμενα επεξεργασίας σε όσο το δυνατόν πιο συλλογική

κλίμακα, η ασάφεια που προκύπτει οδηγεί στη σύγχυση και την αποδοχή της

παραίτησης ως φυσικής αναγκαιότητας.

Το έργο για την προώθηση ενός τέτοιου στόχου θα μπορούσε να έχει ως πυξίδα

παραδείγματα του παρελθόντος, λ.χ. την εφαρμογή των συστημάτων δημόσιας υγείας

και των κοινωνικών κατώτατων επιδοτήσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ας μη λησμονούμε ότι οι κυρίαρχοι προηγούνται κατά πολλές συμβολικές

επαναστάσεις. Η όσο το δυνατόν πληρέστερη γνώση και επίγνωση των κοινωνικών

εμποδίων για την οικοδόμηση της Ευρώπης στον κοινωνικό τομέα (εμπόδια τα οποία

συγκαλύπτονται από τις δηλώσεις και από την επίσημη ρητορική) συνιστά μέσο

δράσης: μόνον εάν υπάρχει συνείδηση των αντικειμενικών καταναγκασμών, υπάρχει

και η δυνατότητα δράσης επ’ αυτών. Μόνον εάν διερευνηθούν προσεκτικότερα οι

διαφορές ρυθμού που ακολουθεί η υλοποίηση της κοινωνικής Ευρώπης εντός των

κοινωνικών θεσμών και των πραγματικών καταστάσεων, υπάρχει ακριβώς η ελπίδα

για μια προσπάθεια αλλαγής του ρυθμού υλοποίησης της Κοινωνικής Ευρώπης.

Η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα

συγκεκριμένο συλλογικό όργανο για την προώθηση ενός τέτοιου έργου.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο

Πανεπιστήμιο της Κρήτης.