Έλεγα να μιλήσω και πάλι για την αστυνόμευση της Αθήνας και των άλλων μεγάλων

πόλεων (αίφνης: στη Θεσσαλονίκη, τη Δευτέρα, ληστεία στην Εμπορική Τράπεζα και

επίθεση σε κατάστημα γουναρικών, με απόπειρα δολοφονίας του μαγαζάτορα) αλλά

δεν μου πάει να το κάνω, σήμερα, Σάββατο, δυο μέρες πριν από την Καθαρή

Δευτέρα.

«… Θα ‘σαι περήφανος αγέρας / θα ‘ναι γλυκειά η κόψη σου / Αητοί της

Καθαροδευτέρας / θα σεργιανούν στην όψη σου», τραγουδούσαμε, με τον αξέχαστο

Μάνο Λοΐζο, πριν από 25 χρόνια. Κι ύστερα ανηφορίζαμε προς την Ακρόπολη. Για

το σπίτι της οδού Γουέμπστερ 6. Όπου ο Σπύρος Βασιλείου, με την Κική, την

υπέροχη σύντροφό του, γιόρταζαν, από την Κατοχή, ακόμα, τα Κούλουμα.

Και ποιος δεν ήταν, στα Κούλουμα του Σπύρου και της Κικής, εκείνα τα χρόνια…

Ακούω να μιλάνε για τον Άγγελο Σικελιανό, τον Πολίτη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη,

τον Ελύτη, τους Τσάτσους, τον Κατσίμπαλη, τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα, που

μαγείρευε κιόλας, τον Τσαρούχη, τον Αλέκο Πατσιφά, τον Νίκο Καρύδη. Παρόντες,

πάντοτε, μετά τη μεταπολίτευση και οι γείτονες, Θεοδωράκης και Μποστ. Και

άλλοι πολλοί ­ δεκάδες.

Γράφω για την Καθαρή Δευτέρα και στο στόμα μου αισθάνομαι να λειώνει ένα

μεγάλο κομμάτι χαλβά. Χαλβά του «μπακάλη», βέβαια, που την εποχή γύρω στο ’50,

στα φτωχόσπιτα, τον τρώγαμε με ψωμί, για μεσημεριανό ή βραδινό φαγητό, ενώ,

στις ταβέρνες, με λεμόνι και κανέλλα, τον είχαμε για πρώτης τάξεως κρασομεζέ.

Με ρώτησαν, κάποτε, τι είναι για μένα η ευτυχία και τους απάντησα, δίχως να το

πολυσκεφτώ: ευτυχία είναι να είμαι 14-15 χρόνων, να μην έχω σχολείο και να

βρίσκομαι, με τους συνομηλίκους μου, τους παιδικούς μου φίλους, σε μιαν αλάνα

και να παίζω ποδόσφαιρο, δυο ώρες, τρεις ώρες, ώσπου να βραδιάσει! Αν με

ρωτούσαν σήμερα, θα τους έλεγα: ευτυχία είναι να ‘χω πάει, πάλι 15χρονος, στου

Φιλοπάππου, με τους γονείς μου και τον αδελφό μου, να ‘χουμε στρώσει την

κουρελού, κάτω από ένα δέντρο κι ύστερα από το φαγητό (ελιές, φρέσκα

κρομμύδια, λαγάνα, χαλβά, φασόλια, φάβα) να τρέχουμε στο ξέφωτο και ν’ αμολάμε

αητό, με μια τεράστια καλούμπα, για ένα δίωρο. Και να ‘χει λιακαδίτσα, φυσικά

και να φυσάει κι ένα ελαφρό βοριαδάκι και το «σμυρνάκι», να πλανιέται στον

ουρανό, μαζί με δεκάδες άλλα, πράσινα, κόκκινα, μπλε, κίτρινα, γαλάζια, με την

ουρά του σωστή, τα ζύγια του τέλεια, τα καλάμια του, από την αυλή της κυρά

Μελέταινας, λεπτά, ελαστικά, γερά, δυνατά δεμένα στη μέση, ανίκητα…

Και του χρόνου.