Κοιτούσα, που λέτε, τον Σον Κόνερι και σκεφτόμουν πως όταν τον έβλεπα στα

νιάτα του να παίζει ήταν σαν όλους τους γοητιλάκηδες του σινεμά που η καριέρα

τους έχει ημερομηνία λήξης, κοντινή μάλιστα. Θα έμενε, έλεγα, ως ο πρώτος και

καλύτερος «Μποντ, Τζέιμς Μποντ», ήρωας της μυθιστορηματικής κατασκοπείας στην

υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος, αδιόρθωτος γυναικάκιας και τρομερός

κολπατζής. Αποδείχθηκε ευφυέστερος απ’ όσο πίστευε το κοινό του, εξελίχθηκε

από εικονικό σε πραγματικό ηθοποιό, άραξε νωρίς στη συντροφιά μιας γυναίκας

άσχετης προς το πρότυπο της κινηματογραφικής καλλονής και άφησε τον χρόνο να

τον ωριμάζει. Από τους «Αδιάφθορους» και τον «Λόφο» ανέβηκε θριαμβευτικά στον

«Βράχο» και βούτηξε στον άλλο υπέροχο ρόλο της «Διπλής παγίδας», με κάποιες

άλλες ενδιάμεσες ­ εμπορικές και μη ­ ταινίες που έγιναν ενδιαφέρουσες μόνο

γιατί ήταν αυτός στο πανί. Αν έλεγαν την Μακαρίτισσα Μέριλιν «Το Σώμα», τον

Σινάτρα «Η Φωνή» και την Λιζ Τέιλορ «Τα Μάτια», το προσωνύμιο «Ο Άνδρας» για

τον Κόνερι μοιάζει να του πηγαίνει γάντι.

Με αφτιασίδωτες ρυτίδες και αραιά μαλλιά, μ’ εκείνη τη βαριά προφορά και το

φλέγμα της σκωτσέζικης καταγωγής που την προβάλλει ακαταπαύστως, με τη

μαχητικότητα του ευπατρίδη που ζητάει την ανεξαρτησία της πατρίδας του, μπορεί

να φοράει την παραδοσιακή καρό φούστα και να είναι πιο άντρας από άντρα,

ακαταμάχητα αρρενωπός για κορίτσια από 17 έως… 87 ετών. Γιατί; Είναι για

ερώτημα; Για μια σπάνια ώριμη γοητεία πληρότητας που δεν χρειάζεται να την

αποδείξει. Φωνάζει μόνη της.