Αντιπρόεδρος Salomon Smith Barney

Η δημιουργία δεικτών, δηλαδή το benchmarking, είναι ένα σύγχρονο εργαλείο που

βοηθά περαιτέρω την επικοινωνία μεταξύ επενδυτών και διαχειριστών κεφαλαίων

(όπως τα αμοιβαία). Η ταχύτατη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς δίνει τη

δυνατότητα στους επενδυτές, για πρώτη φορά, να θέτουν επενδυτικούς στόχους και

να ελέγχουν τις αποδόσεις τους έναντι αυτών των στόχων. Η καλή ή κακή

διαχείριση κεφαλαίων αποδεικνύεται αμέσως, με τους συγκεκριμένους δείκτες

επίσης. Για δε τους εκδότες των ομόλογων υπάρχει μια σημαντική επίπτωση: Η

ένταξη ενός ομόλογου σε έναν δείκτη δημιουργεί μεγαλύτερη ρευστότητα και

ζήτηση για αυτό.

Εύλογες ερωτήσεις που γεννιούνται, είναι: Σε τι χρησιμεύει ο δείκτης

(benchmark); Ποιος έχει την ευθύνη επιλογής δείκτη και ελέγχου της απόδοσής

του; Πώς διαφοροπoιείται ένας δείκτης έναντι των υπολοίπων;

Στην ευρωχώρα παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη, τόσο σε εταιρικά όσο και σε

κρατικά ομόλογα, ενώ η δίψα για αποδόσεις έχει δημιουργήσει αυξημένο

ενδιαφέρον ακόμα και για χαμηλότερης πιστοληπτικής ικανότητας εκδόσεις. Όπως η

αγορά ομόλογων εξαπλώνεται με έντονους ρυθμούς, έτσι έχει επίσης γίνει έντονη

η ανάγκη για αντικειμενική μέτρηση της απόδοσης. Αντιμετωπίζοντας μια νέα,

ευρεία και με βάθος επενδυτική αγορά, οι Ευρωπαίοι επενδυτές απευθύνονται

στους δείκτες για βοήθεια και οδηγίες.

Έτσι, για όλο το φάσμα των εμπλεκομένων στις αγορές ομολόγων, υπάρχει η

δυνατότητα άμεσα να συγκριθούν αποδόσεις μεταξύ επενδυτικών φορέων, ακόμα και

επιχειρηματικών κλάδων.

Ακούγεται παράδοξο, αλλά το benchmarking δεν είναι απλά η επιλογή του

benchmark. Είναι, επίσης, ο διαχωρισμός των ευθυνών μεταξύ του επενδυτή των

κεφαλαίων και του διαχειριστή.

Οι επενδυτές θα πρέπει να εκτιμήσουν ότι συμφωνώντας σε έναν δείκτη

προσδιορίζουν ένα μείγμα κίνδυνου και απόδοσης, κατάλληλο για τις ανάγκες

τους. Ο δείκτης είναι το μέσο που περιγράφει τις ανάγκες του επενδυτή, ώστε να

λάβει τις σωστές αποφάσεις ο διαχειριστής επενδύσεων. Η υποχρέωση του

τελευταίου είναι να φέρει αποδόσεις καλύτερες από αυτές του σχετικού δείκτη.

Τι διαφοροποιεί έναν δείκτη από τους άλλους; Ένας καλός δείκτης θα πρέπει να

έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά, όπως:

­ Πρέπει να εμπεριέχει έναν αντιπροσωπευτικό αλλά ελεγχόμενο αριθμό εκδόσεων.

Αυτό εγγυάται ότι αυτά τα χρεόγραφα θα μπορούν εύκολα να τιμολογούνται, όπως

και να έχουν βάθος στη ρευστότητά τους.

­ Επίσης, η διάρκεια ζωής των χρεογράφων πρέπει να αντιπροσωπεύει τον χρονικό

ορίζοντα του επενδυτή.

Η επιτυχία των δεικτών στην ευρωχώρα, στην προέκτασή της, μάς παρέχει ένα

δείγμα για το πώς θα εξελιχθούν και στην Ελλάδα. Οι δείκτες της Schroder

Salomon Smith Barney (SSSB) γεννήθηκαν το 1978 και είναι ευρέως αποδεκτοί ως

σημεία αναφοράς για την εκτίμηση της απόδοσης ενός χαρτοφυλακίου και την

εκτίμηση του διαχειριστικού κίνδυνου. Οι δείκτες της SSSB, όπως ο EMU

Government Bond Index (EGBI), o Euro Broad Investment Grade (EuroBIG) και ο

World Broad Investment Grade Index (WorldBIG), έχουν σχεδιασθεί για να

προσφέρουν ένα σταθερό και εύκολο σημείο αναφοράς, υιοθετώντας έναν αριθμό από

χαρακτηριστικά και αρχές, όπως: τη σχετικότητα ως προς το ενδιαφέρον του

επενδυτή με συγκεκριμένες αγορές/χρεόγραφα, την παροχή όλων των ευκαιριών που

είναι ρεαλιστικά διαθέσιμες στην κεφαλαιαγορά, την ύπαρξη ιστορικής

συμπεριφοράς τιμών και αποδόσεων και ­ τελικά ­ τη μη συχνή αλλαγή της δομής

του δείκτη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δείκτες ήρθαν για να μείνουν και να παίξουν έναν

σημαντικό ρόλο στη διαχείριση επενδύσεων. Ας επωφεληθούμε, λοιπόν…