Για περισσότερα από είκοσι χρόνια διεκδικούσε από τον άνδρα της την ιδιοκτησία

ενός τεράστιου κτήματος στον Ελαιώνα. Μουρμούρα. Γκρίνια. Καβγάς. Διπλωματία.

Μετήλθε όλων των θεμιτών αλλά και αθέμιτων μέσων για να τον πείσει. Τα

κατάφερε έπειτα από σκληρή προσπάθεια και λίγο πριν «φύγει» αυτός της έγραψε

το κτήμα. Δεν ήταν το μόνο που διεκδικούσε. Υπήρχε κι ένα δακτυλίδι με υπέροχα

μπριγιάν, εξαιρετικής κοπής, σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Ήταν οικογενειακό

κειμήλιο και το διεκδικούσε από την κουνιάδα της. Κατάφερε να το κληρονομήσει

κι αυτό. Αδιαφορώντας για το κόστος. Για τις όποιες φιλικές ή συγγενικές

σχέσεις διέρρηξε. Όταν το «λάδι στο καντήλι της σώθηκε» ­ όπως λένε οι

γιαγιάδες μας ­ ήταν ακριβώς εκείνη η χρονιά που το κτήμα είχε απαλλαγεί των

φόρων και όλων των χρηματικών βαρών και ήταν έτοιμη να εισπράξει την πρώτη

δραχμή απ’ αυτό. Δεν πρόλαβε. Την ύστατη ώρα, που άρχιζε το ταξίδι της και οι

δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, στο μωσαϊκό του δωματίου ακούστηκε ένας

μεταλλικός θόρυβος. Το γεμάτο πετράδια δακτυλίδι είχε γλιστρήσει από το

δάκτυλό της. Τόση και τόση φασαρία για το τίποτα, σκέφθηκε η κόρη της.

Ακούσματα της παιδικής της ηλικίας ήρθαν στον νου της. Σκηνές δυσάρεστες.

Λόγια σκληρά, πικρά, άσχημα. Κι όλα αυτά για μια οιονεί τυμβωρυχία. Εμείς,

πάντως, την καρέκλα του συναδέλφου μας την κρατήσαμε για πολλούς μήνες άδεια…