«Τα κέρδη των χρηματιστηριακών εταιρειών του 1999 εξανεμίστηκαν. Μέρος αυτών

έγινε επενδύσεις σε κτίρια, εξοπλισμό και προσωπικό, ένα άλλο μέρος

χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση των κόκκινων κωδικών και ένα άλλο

απομειώθηκε από την πτώση των μετοχών και από την καταβολή του φόρου

παρακράτησης». Με αυτή τη φράση περιέγραψε λακωνικά τη χρηματοοικονομική

κατάσταση των χρηματιστηριακών εταιρειών κορυφαίο στέλεχος του χώρου,

διατυπώνοντας επίσης την εκτίμηση ότι οι εταιρείες, αυτή τη στιγμή,

λειτουργούν με ζημιές.

Κι αυτό, διότι η κύρια πηγή εσόδων των χρηματιστηριακών εταιρειών, που είναι

οι προμήθειες από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, έχουν μειωθεί, τόσο από τον

ανταγωνισμό όσο και από την πτώση του τζίρου στη Σοφοκλέους. Πράγματι, σύμφωνα

με υπολογισμούς, με βάση τον τζίρο στη Σοφοκλέους το 2000, τα κέρδη προ φόρων

των χρηματιστηριακών εταιρειών εμφανίζουν μείωση μεγαλύτερη από 50%.

Οι υπολογισμοί έχουν γίνει λαμβάνοντας υπόψη τα 69,2 τρισ. δραχμές του τζίρου

πέρυσι και ότι η μέση προμήθεια στις συναλλαγές ήταν 0,48% και το περιθώριο

κέρδους 45%.

Σύμφωνα με χρηματιστηριακά στελέχη, το 2000 ­ κατά μέσο όρο ­ θα είναι

κερδοφόρο για τις χρηματιστηριακές εταιρείες. Διευκρινίζουν, όμως, ότι τα

κέρδη αυτά προκύπτουν κυρίως από τα έσοδα του πρώτου εξαμήνου, τα οποία ήταν

μεγαλύτερα από τις ζημιές που παρουσιάστηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο.

Οι ίδιες πηγές τόνιζαν ότι, αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση στη Σοφοκλέους, οι

χρηματιστηριακές εταιρείες θα παρουσιάσουν ζημιές. Μάλιστα, το μεγαλύτερο

πρόβλημα θα το έχουν οι μικρότερες και οι καινούργιες, καθώς δεν διαθέτουν

κεφαλαιοποιημένα κέρδη προηγούμενων ετών και πολλά ίδια κεφάλαια.

Κατά τη διάρκεια του 2000 οι τιμές των μετοχών και ο τζίρος μειώθηκαν

κατακόρυφα, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε ο αριθμός των χρηματιστηριακών εταιρειών.

Συγκεκριμένα, στο τέλος του 2000 λειτουργούσαν 90 χρηματιστηριακές εταιρείες,

έναντι 74 στα τέλη του 1999. Σύμφωνα με στοιχεία, τα κέρδη προ φόρων 74

χρηματιστηριακών εταιρειών το 1999 ανήλθαν σε 315 δισ. δραχμές, έναντι 60,3

δισ. δραχμών το 1998. Στην αύξηση των κερδών συνέβαλε η αύξηση των τιμών των

μετοχών και του τζίρου στο Χρηματιστήριο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση

του κύκλου εργασιών των χρηματιστηριακών εταιρειών, αλλά και της μέσης

προμήθειας που υπολογίζεται σε 0,52%, έναντι 0,48% το 1998. Η αύξηση της

προμήθειας, ως αποτέλεσμα της μεγάλης ζήτησης για χρηματιστηριακές υπηρεσίες

το 1999, οδήγησε και σε αύξηση του περιθωρίου κέρδους, σε 51,7%, έναντι 45,53%

το 1998.

Η κατακόρυφη πτώση της κερδοφορίας των χρηματιστηριακών εταιρειών το 2000

οφείλεται:

* Στη μείωση του τζίρου στη Σοφοκλέους.

* Στη μείωση της προμήθειας των χρηματιστηριακών συναλλαγών λόγω του

ανταγωνισμού.

* Στην αύξηση του αριθμού των χρηματιστηριακών εταιρειών. Με πιο απλά λόγια

μειώθηκε η «πίτα», αλλά αυξήθηκαν οι συμμετέχοντες.

* Στις επενδύσεις που έκαναν οι χρηματιστηριακές εταιρείες, οι οποίες ως

επιχειρήσεις προχώρησαν σε αναπτυξιακά σχέδια ύστερα από την κερδοφορία του

1999. Επένδυσαν σε κτίρια, εξοπλισμό (υπολογιστές, τηλεφωνικά κέντρα κ.λπ.),

ενώ ταυτόχρονα προχώρησαν σε προσλήψεις προσωπικού.

* Στις αποσβέσεις αλλά και στις αποδόσεις των επενδύσεων αυτών και των ιδίων

κεφαλαίων, καθώς όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας αρνητικής

χρηματιστηριακής συγκυρίας.

* Στη μείωση του περιθωρίου κέρδους, λόγω των αυξημένων εξόδων.

* Στη χρηματοδότηση των λεγόμενων κόκκινων κωδικών. Ανεξαρτήτως εάν ο

επενδυτής διατηρεί «αέρα» στο χαρτοφυλάκιό του, η χρηματιστηριακή εταιρεία

έχει καλύψει τη θέση του την ίδια ημέρα (με την αγορά των μετοχών).

* Στη μείωση των αποτιμήσεων των χαρτοφυλακίων των χρηματιστηριακών εταιρειών

από τη μείωση των τιμών των μετοχών.

Σημειώνεται ότι μπορεί να υπολογίσει κανείς τη μέση προμήθεια διαιρώντας τον

κύκλο εργασιών των χρηματιστηριακών εταιρειών με τον τζίρο του χρηματιστηρίου.

Επίσης, το περιθώριο κέρδους υπολογίζεται αν διαιρέσει κανείς τα κέρδη προ

φόρων των χρηματιστηριακών εταιρειών με τον κύκλο εργασιών τους.