Η τηλεοπτική βία και οι επιπτώσεις της στον παιδικό ψυχισμό κατακλύζουν με

αμηχανία το κοινό και ακατάπαυστα γεννούν απορίες και δισεπίλυτα ερωτηματικά.

Η εμπειρική έρευνα έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια να καταγράψει με

αξιοθαύμαστη ακρίβεια το ποσοτικό προφίλ της βίας. Πόσες ακριβώς σκηνές βίας

εκτυλίσσονται ανά δευτερόλεπτο στα παιδικά προγράμματα, πόσο αίμα ρέει στα

κόμικς, πόσοι φόνοι εμφανίζονται στα δελτία ειδήσεων, στα σίριαλ, τις ώρες

υψηλής ακροαματικότητας. Ωστόσο ο στοχασμός και ο θεωρητικός προβληματισμός

πάνω σε αυτά τα δεδομένα δεν συνυφαίνονται με αντίστοιχες βεβαιότητες. Η

απορία και η αμφιβολία έχουν εδώ το προβάδισμα.

Τα εύλογα ερωτήματα που γεννώνται είναι:

­ Πώς μεταβολίζει το παιδί αυτή τη σώρευση τηλεοπτικής βίας;

­ Σε ποιον βαθμό η εικονική βία δεν γεννά πραγματική βία;

Διατρέχοντας την απίστευτη εκφορά αλληλοσυγκρουόμενων λόγων που αρθρώνονται

γύρω από αυτά τα ερωτήματα, διαπιστώνει κανείς ότι εν τέλει τρία είναι τα

πιθανά σενάρια που υιοθετούνται, προκειμένου να οριοθετηθεί η σχέση

τηλεοπτικής βίας και εγκληματικότητας.

1ον. Οι τηλεοπτικές σκηνές βίας οδηγούν σε επιθετικές τάσεις.

2ον. Επιθετικές τάσεις που ενυπάρχουν στο άτομο οδηγούν στην επιλογή

βίαιων σκηνών.

3ον. Επιθετικές τάσεις και επιλογή τηλεοπτικών σκηνών βίας είναι και τα

δύο προϊόντα μιας τρίτης συνθήκης, οφείλονται και τα δύο σε άλλους, π.χ.,

κοινωνικούς παράγοντες που δεν έχουν σχέση με τα μίντια.

Η πρώτη εκδοχή, μηχανιστική και απλουστευτική, δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται

μέσα από την έρευνα. Αντίθετα σχετικά πρόσφατες έρευνες στη Μεγ. Βρετανία

φανερώνουν ότι υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στις σκηνές βίας που βιώνει

ένα νεαρό παιδί στην καθημερινή του ζωή και στην προδιάθεσή του να βλέπει

αποκλειστικά και μόνον τηλεοπτική βία. Η υιοθέτηση προτύπων βίας εξαρτάται

τελικά από τον βαθμό ομοιότητας των μηνυμάτων βίας που δέχεται κανείς σε σχέση

με τις καταστάσεις του περιβάλλοντός του. Αξίζει λοιπόν να μην εστιάζουμε

αποκλειστικά και μόνον το βλέμμα μας στη μικρή οθόνη υποτιμώντας τη σημασία

μιας αναπόφευκτης βίας που ενδέχεται να ζει το παιδί στη γειτονιά, στο

σχολείο, στην οικογένεια.

Πολύ πιο σημαντική από την ποσοτική της αποτίμηση είναι η ποιοτική αποτίμηση

της τηλεοπτικής βίας. Οι εποχές που οι κακοί στα τηλεοπτικά προγράμματα ­

κυρίως σε σίριαλ και ταινίες ­ τιμωρούνταν φαίνεται πως ανήκει στο παρελθόν.

Χαρακτηριστική είναι η αμερικανική διαπανεπιστημιακή έρευνα του Ντανιέλ Λιντς.

Οι κακοί ήρωες στο 40% των προγραμμάτων όχι μόνον δεν τιμωρούνται αλλά

παρουσιάζονται ως ήρωες, έτσι ώστε τα παιδιά να ταυτίζονται πιο εύκολα μαζί

τους.

Στα τρία από τα τέσσερα προγράμματα που αναλύθηκαν ο κακός κάνει ό,τι κάνει

χωρίς το ελάχιστο ίχνος τύψης ή μετάνοιας. Η έρευνα έδειξε επίσης πως οι

σκηνές βίας μπορεί να μην έχουν αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν, έχει όμως

αυξηθεί το ποσοστό τους στη ζώνη υψηλής τηλεθέασης.

Η βία γίνεται αποδεκτή στον παιδικό ψυχισμό σαν κάτι το φυσικό, το ενδεχόμενο.

Θα έλεγα εδώ, «φυσικοποιείται και αυτό είναι ίσως το πιο τρομακτικό, η αίσθηση

ότι η βία είναι ενταγμένη στην καθημερινότητά μας, σαν το νερό και το ψωμί.

Αποκτά οικείο πρόσωπο. Δεν τρομάζει. Δεν διαταράσσει. Ιδού η πιο ύπουλη

λειτουργία της μικρής οθόνης.

Η βία πουλά. Πώς να αντισταθείς σε αυτήν; Πώς να μην την αναγορεύσεις σε

πρωταγωνιστή στα τηλεοπτικά προγράμματα; Τα εθισμένα στη βία άτομα σαν τους

απελπισμένους τοξικομανείς γυρεύουν κάθε μέρα τη δόση τους. Αλλιώς δεν

αντέχουν. Αλλιώς πεθαίνουν. Κι όμως υπάρχουν προγράμματα απεξάρτησης! Και

άτομα που δίνουν κάθε μέρα έναν αγώνα ζωής για να μην πεθάνουν.

Η αισιοδοξία αρμόζει. Είναι απαραίτητη. Αν ορίσεις κάτι σαν πραγματικό,

γίνεται πραγματικό στις συνέπειές του. Η παιδεία, ναι! Είναι ένα αγαθό που

σώζει! Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, λοιπόν, εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι

να δημιουργηθούν συνθήκες εκπαίδευσης σε μια κριτική ανάγνωση των τηλεοπτικών

κειμένων. Να συλλογισθούμε τρόπους στο σχολείο, στο σπίτι, όπου αυτή η

εκπαίδευση θα είναι δυνατή.

Χρειάζεται το παιδί να μάθει να βλέπει πίσω από την οθόνη. Πίσω από μια «αθώα»

ιστορία να μάθει να διαβάζει τις στρατηγικές συγκάλυψης, ωραιοποίησης,

δραματοποίησης, θεαματικοποίησης. Το προϊόν «βία» ίσως τότε προβάλλει στα

μάτια του σαν ένα χλωμό κι απομυθοποιημένο προσωπείο. Δεν είναι εύκολο, θα

έλεγα είναι εξαιρετικά δύσκολο, μόνο έτσι όμως η μικρή οθόνη θα είναι πράγματι

ένα παράθυρο ανοιχτό. Ένα παράθυρο ανοιχτό στον ορίζοντα και όχι σε σκοτεινό φωταγωγό.

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.