Έπρεπε να περάσουν οι γιορτές για να ανακαλύψω ότι γίναμε πιο κοινωνικοί. Όλο

και περισσότερο θυμόμαστε ακόμη και ανθρώπους που είχαμε μαζί τους μόνο μια

καλημέρα. Στέλνουμε λουλούδια σε γνωριμίες της στιγμής. Τηλεφωνούμε,

ευχόμαστε, γράφουμε κάρτες, θυμόμαστε όλο και περισσότερο. Άσχετα αν τα

μηνύματα είναι μέσω κινητού, με e-mail ή μέσω φαξ. Η επαφή δεν έχει πια

ανθρώπινο πρόσωπο. Μετριέται με κουμπιά. Με κλικ.

Τελευταία άρχισα να σημειώνω ημερομηνίες γενεθλίων γνωστών και φίλων, ενώ τις

προάλλες, του Αϊ-Γιαννιού, θυμήθηκα για πρώτη φορά όλους τους Γιάννηδες

μαζεμένους. Να ο Γιάννης από τον Στρατό, να ο Γιάννης με τα μπιφτέκια, να οι

Γιάννηδες στη Λευκάδα, να, να, να. Το μυαλό μου λες κι ήταν κομπιούτερ, σαν

μια βάση δεδομένων, συγκέντρωσε όλους τους Γιάννηδες της ζωής μου. Άνοιξαν οι

ατζέντες και οι μνήμες του κινητού και άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Δεν μπορούσα

να πιστέψω τον εαυτό μου. Την επόμενη ημέρα στο γραφείο ρώτησα πολλούς

συναδέλφους αν έχουν παρατηρήσει το ίδιο φαινόμενο. Να εύχονται συχνότερα, να

τους εύχονται περισσότεροι, να γινόμαστε πιο κοινωνικοί έστω και εξ

αποστάσεως. Η απάντηση ήταν θετική. Σε όλους συμβαίνει το ίδιο.

Χθες το βράδυ, όταν έπεσα να κοιμηθώ, προσπάθησα να εξηγήσω αυτή την έξαρση

της ευχολογίας. Λες να είναι η μοναξιά μας; αναρωτήθηκα. Αυτή η μοναξιά της

καλημέρας, της καληνύχτας, της τηλεόρασης. Η μοναξιά της καθημερινότητας, της

ρουτίνας. Λες να ευχόμαστε, να θυμόμαστε επειδή νιώθουμε μόνοι; Ή

υποκρινόμαστε και παίζουμε τον ρόλο μας επειδή φοβόμαστε το αύριο, τον θάνατο;

Οι σκέψεις σταμάτησαν όταν άκουσα τη γλυκιά καληνύχτα της κόρης μου. Και ήταν

πράγματι αληθινή.