Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είναι γοητευτικός συνομιλητής. Κατορθώνει να κρατάει το

ενδιαφέρον του ακροατή του είτε μιλάει ­ με την ίδια ευκολία ­ για την

εξωτερική πολιτική είτε για τη γιαγιά του που ζούσε στο Ασουάν και ο

Αιγυπτιώτης πατέρας της, και προπάππος του, την έφερε στην Ελλάδα να την

παντρέψει. Στην Αθήνα, σε κάποια κοινωνική εκδήλωση στα τέλη του

προπροηγούμενου αιώνα, ήταν που συνάντησε τον νεαρό τότε ανθυπολοχαγό του

Στρατού Θεόδωρο Πάγκαλο, και παντρεύτηκαν. Καθισμένος αναπαυτικά σε μια

πολυθρόνα-αντίκα στο γραφείο του προσωπικού του φίλου, πρώην βουλευτή Λασιθίου

Νίκου Κοκκίνη, στην οδό Μέρλιν, καπνίζει πούρα, πίνει καφέ και δέχεται κόσμο.

Όχι μόνο δημοσιογράφους αλλά και πολιτικούς. Και μιλάει, μιλάει πολύ, για το

πώς βλέπει ο ίδιος τα πράγματα τώρα που είναι έξω από την κυβέρνηση.

Μοιάζει ανακουφισμένος για την ιδιότητα αυτή, του πρώην υπουργού, που του

δίνει το δικαίωμα να τοποθετείται για πράγματα που αν ήταν μέσα στην κυβέρνηση

δύσκολα θα μπορούσε να εκφραστεί. Γελάει όταν του το θυμίζει ο συνομιλητής

του. «Υπό μία έννοια αυτό είναι σωστό, αλλά όχι απολύτως», επισημαίνει.

«Ξεχνάτε ότι εκδιώχθην διότι ζήτησα ευρύτερο διάλογο για το εργασιακό. Το

αυτονόητο δηλαδή».

Όσοι είχαν συζητήσει μαζί του το τελευταίο διάστημα, πριν από τις γιορτές

δηλαδή, ασφαλώς δεν αισθάνθηκαν την παραμικρή έκπληξη από την τοποθέτηση του

Θ. Πάγκαλου στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, την Τετάρτη το

μεσημέρι. Τότε δηλαδή που ο πρώην υπουργός είπε ξεκάθαρα ότι ο πραγματικός

λόγος της αποπομπής του τον Φεβρουάριο του 1999 από την τότε κυβέρνηση Σημίτη

δεν ήταν η δραματική κατάληξη της υπόθεσης Οτζαλάν. Αλλά η απαίτηση των

Αμερικανών που είχαν αποφασίσει τους βομβαρδισμούς στο Κόσοβο και ο κ.

Πάγκαλος προσπαθούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος.

Αν και στην τοποθέτησή του ο κ. Πάγκαλος φάνηκε να μπερδεύει εμφανώς τις

ημερομηνίες (αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση στις 18 Φεβρουαρίου και όχι δύο

24ωρα πριν από την έναρξη των βομβαρδισμών στο Κόσοβο, που ξεκίνησαν στις 24

Μαρτίου), ο Θ. Πάγκαλος είναι πεπεισμένος ότι οι Αμερικανοί επέβαλαν την

αποπομπή του. Η επισήμανση ότι αυτό «συνιστά βαριάς μορφής μομφή» εις βάρος

του Πρωθυπουργού δεν τον αποτρέπει. Είναι βαθιά του πίστη ότι «όλο αυτό το

πράγμα προήλθε από τους Αμερικανούς. Η Ολμπράιτ ποτέ δεν δέχθηκε ότι η

ελληνική εξωτερική πολιτική μπορεί να είναι ανεξάρτητη».

Στον όρο «όλο αυτό» περιλαμβάνει ασφαλώς και την υπόθεση Οτζαλάν. «Είμαι αυτός

που δεν ευθύνεται καθόλου ή μάλλον έχει τη λιγότερη ευθύνη» σημειώνει. «Το

μόνο μου λάθος είναι ότι δέχθηκα να πάει στην ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι».

Περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τον Οτζαλάν και τους συνοδούς του. «Έκαναν

ό,τι ήθελαν, δεν άκουγαν κανέναν, και ειδικά αυτός. Αν μας άκουγε, δεν θα

συνέβαινε τίποτε» δηλώνει. Και όντως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα. Με

καθυστέρηση δύο χρόνων, η κ. Κιλίτς, η σωματοφύλακας του Οτζαλάν, τον

επιβεβαιώνει ­ σύμφωνα με την τουρκική «Χουριέτ». «Του είπαμε να

εγκαταλείψουμε την πρεσβεία, και αυτός αρνήθηκε», είπε η Κιλίτς, που

χαρακτήρισε την παράδοσή του στους Τούρκους ως «τη χειρότερη ήττα του ΡΚΚ».

Οι συνομιλητές του Θ. Πάγκαλου γίνονται δέκτες των επικρίσεών του κατά του Κ.

Σημίτη, για την ίδια υπόθεση. «Φαντάζεσθε ότι δεν τα ήξερε όλα από την αρχή;

Αν υπάρχει ένα πρόβλημα σ’ αυτή την ιστορία, είναι ότι ο Πρωθυπουργός άφησε

τον χειρισμό της υπόθεσης στον γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου»,

επισημαίνει με δηκτικό τρόπο. «Αν με μια τέτοια υπόθεση ο Πρωθυπουργός δεν

θεωρεί υποχρέωση του να ασχοληθεί προσωπικά, πείτε μου εσείς με ποια θα πρέπει

να ασχοληθεί».

Περιέργως, περιορίζεται μόνο στην πολιτική που ακολούθησε στο γιουγκοσλαβικό.

Κι όμως παράγοντας που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στην αμερικανική πρεσβεία

των Αθηνών υποστηρίζει ότι «το κεφάλαιο Πάγκαλος έκλεισε για τους Αμερικανούς,

από τη στιγμή που συναντήθηκε με τον Μπαλάφα» ­ τον κατηγορούμενο για

τρομοκρατικές πράξεις. Του επισημαίνεται ότι αν δεν είναι η υπόθεση Οτζαλάν η

αιτία της απομάκρυνσής του από την κυβέρνηση, μια άλλη αιτία θα μπορούσε να

είναι η περίφημη κοτερολογία και η σχέση του με τον Σωκράτη Κόκκαλη. «Δεν

κατάλαβα, από πότε ενοχοποιούνται οι προσωπικές σχέσεις; Εμένα ο Σωκράτης

Κόκκαλης είναι φίλος μου, και με τιμάει με τη φιλία του, και δεν δίνω σε

κανένα το δικαίωμα να ασχολείται με ποιον θα είμαι φίλος και γιατί».

Με συνολικές ενστάσεις για τον τρόπο που ασκείται η διακυβέρνηση της χώρας,

δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τη θέση που έχει απέναντι στην κυβέρνηση. «Επί

Παπανδρέου, το Υπουργικό Συμβούλιο λειτουργούσε. Ρωτούσε, άκουγε, και στο

τέλος, αν διαμορφωνόταν συνολική ή πλειοψηφούσα άποψη, έλεγε θα γίνει αυτό.

Τώρα μιλάει ο Πρωθυπουργός, λέει αυτό που θέλει να γίνει, και μετά

παρακολουθούμε το σκηνικό να συναγωνίζονται οι υπουργοί ποιος θα

πρωτοσυμφωνήσει με τις απόψεις του. Αυτό όμως δεν είναι συνεδρίαση Υπουργικού

Συμβουλίου. Είναι συζήτηση ακαδημαϊκού Τύπου». Ύστερα από μια τέτοια

τοποθέτηση, το πιο συχνό ερώτημα που του υποβάλλουν οι συνομιλητές του είναι

είναι αν θα ξαναέμπαινε στην κυβέρνηση σε έναν ενδεχόμενο ανασχηματισμό. Όπως

πολύ σωστά θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, η απάντηση είναι «όχι». Ούτε τώρα

ούτε στο μέλλον.

Το ερώτημα βέβαια είναι τι θα κάνει από εδώ και πέρα ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Οι

τελευταίες δηλώσεις του κινούνται στα όρια της αποβολής του και από το ΠΑΣΟΚ,

όπως επισημαίνει ένα κορυφαίο στέλεχος του κόμματος. Το ίδιο στέλεχος

διερωτάται «αν ο Πάγκαλος καταλαβαίνει ότι αγγίζει πλέον τα όρια της ανοχής

του Κ. Σημίτη». Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι ο Πρωθυπουργός δεν είναι

απλώς ενοχλημένος με τις κριτικές τοποθετήσεις του κ. Πάγκαλου. Είναι

εξοργισμένος. Όπως είναι ακριβές ότι μετά τις τελευταίες αναφορές του πρώην

υπουργού στο Συντονιστικό της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΣΟΚ (εκεί δηλαδή

όπου άσκησε σκληρή κριτική στην εξωτερική πολιτική, στην πολιτική για το

Χρηματιστήριο, στην πολιτική της κυβέρνησης στη Δημόσια Διοίκηση), ο κ.

Σημίτης ενημερώθηκε αμέσως. Ένας εκ των θιγομένων υπουργών λέγεται μάλιστα ότι

του τηλεφώνησε λέγοντάς του «Πρόεδρε, πρέπει κάτι να κάνεις». Ο Κ. Σημίτης

όμως επί του παρόντος δεν πρόκειται να κάνει τίποτε. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει

περιθώριο διαλόγου με τον πρώην υπουργό. Δεν είναι επίσης και στο στυλ του να

συνομιλεί με κάποιον που του επιτίθεται.

Ο Θ. Πάγκαλος, από την άλλη πλευρά, δείχνει κατενθουσιασμένος που κάνει ό,τι

δεν μπορούν να κάνουν άλλοι. Δηλαδή κριτική. Ποιος είναι ο στόχος του; Δύσκολο

να τον περιγράψει κανείς. Μόνο ο ίδιος ξέρει.

Πολλοί στο ΠΑΣΟΚ πάντως υποθέτουν ότι ο Θ. Πάγκαλος οικοδομεί ένα αρχηγικό

προφίλ, φιλοδοξώντας να αποτελέσει το αντίπαλο δέος του Κ. Σημίτη, αν και

όποτε τεθεί θέμα ηγεσίας. Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι αυτή η εκτίμηση ο

καιρός θα δείξει. Επί του παρόντος, όσοι πιστεύουν ότι ο Θ. Πάγκαλος είπε ό,τι

είχε να πει και θα σταματήσει, ας γνωρίζουν ότι θα απογοητευθούν σύντομα…