Οι τραπεζικοί είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι υπάλληλοι, ενώ σε απόσταση

αναπνοής ακολουθούν οι εργαζόμενοι στις μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις. Μεταξύ

των εργατών, τα υψηλότερα ημερομίσθια αντιστοιχούν στους εργαζομένους σε

μεταλλεία και ορυχεία.

Τα σχετικά στοιχεία περιλαμβάνονται σε άρθρο του Οικονομικού Δελτίου της

Τραπέζης της Ελλάδος, που κυκλοφόρησε χθες. Ο συγγραφέας κ. Ισαάκ Σαμπεθάι,

της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τραπέζης, σημειώνει επιπλέον ότι οι

μισθολογικές διαφορές, δηλαδή οι διαφορές μεταξύ των κατώτατων και των μέσων

αποδοχών, διευρύνονται σταθερά την τελευταία δεκαετία, αφότου καταργήθηκε η

ΑΤΑ.

Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές των τραπεζικών ανέρχονται σε 486.333 δρχ. (στοιχεία

1998), ενώ η αμέσως επόμενη ευνοημένη κατηγορία υπαλλήλων είναι οι

απασχολούμενοι στην ύδρευση και τον ηλεκτρισμό, με μέσες αποδοχές 474.974 δρχ.

Οι «φτωχοί συγγενείς» των υπαλλήλων είναι οι εργαζόμενοι στο λιανικό εμπόριο

με μέσες μηνιαίες αποδοχές 250.324 δρχ.

Μεταξύ των εργατών, οι διαφορές είναι επίσης μεγάλες. Έτσι, ενώ οι εργαζόμενοι

στη μεταποίηση έχουν ένα μέσο ημερομίσθιο 10.750 δρχ. (σύμφωνα πάντα με τα

στοιχεία του 1998), οι εργαζόμενοι στα ορυχεία και στα μεταλλεία αμείβονται με

18.718 δρχ. την ημέρα. Ενδιάμεσα κινούνται οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό και

την ύδρευση, με μέσο ημερομίσθιο 14.558 δρχ.

Οι κατώτατες αποδοχές βρίσκονται, βεβαίως, σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Το 2001

το ημερομίσθιο των εργατών ανέρχεται σε 7.221 δραχμές και ο μηνιαίος μισθός

υπαλλήλων σε 161.138 δρχ.

Οι μισθολογικές ανισότητες, εξάλλου, μεγαλώνουν χρόνο με τον χρόνο. Έτσι, ενώ

ο μέσος μισθός τραπεζικού ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατά 2,79

φορές μεγαλύτερος από τον κατώτατο μισθό του υπαλληλικού χώρου, σήμερα είναι

κατά 3,36 φορές υψηλότερος. Ο συγγραφέας του άρθρου τονίζει επιπλέον ότι το

επίπεδο των κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην

Ευρώπη.

Έτσι, σύμφωνα με τα συμπεράσματά του, το συζητούμενο μέτρο της θέσπισης

χαμηλότερων συμβατικών μισθών για την αύξηση της απασχόλησης δεν είναι

κατάλληλο για την Ελλάδα. Ο ίδιος τάσσεται γενικά κατά της απορρύθμισης της

αγοράς εργασίας, διότι θεωρεί ότι δεν θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντίθετα, προτείνει μέτρα για τόνωση τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης

εργασίας. Ειδικότερα:

1. Για την ενθάρρυνση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού να ενταχθούν στην

αγορά εργασίας, προτείνει:

Φορολογικά και κοινωνικοασφαλιστικά κίνητρα και παροχές, συνδεδεμένα με την

απασχόληση και τα οικογενειακά βάρη, καθώς και μαζική επέκταση του δικτύου των

βρεφονηπιακών σταθμών και του θεσμού του ολοήμερου σχολείου.

Αναβάθμιση των δημοσίων υπηρεσιών απασχόλησης και κατάρτισης.

Εφαρμογή συνεκτικής πολιτικής υποδοχής και ενσωμάτωσης των μεταναστών.

2. Για τη βελτίωση της ποιότητας και την τόνωση της προσφοράς εργασίας,

υποστηρίζει ότι χρειάζεται μια πραγματική επανάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα,

ώστε να αυξηθεί η «απασχολησιμότητα» όσων ζητούν εργασία.

3. Για την τόνωση της ζήτησης εργασίας εισηγείται:

Την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων (τηλεπικοινωνιών,

ενέργειας, ακτοπλοΐας).

Τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και ιδιαίτερα την απλοποίηση

του θεσμικού πλαισίου για την ίδρυση νέων επιχειρήσεων.

Τη λήψη ειδικών επιμέρους μέτρων (όπως π.χ. η απελευθέρωση του ωραρίου

λειτουργίας των επιχειρήσεων στο εμπόριο).

Την περαιτέρω βελτίωση τού κατ΄ αρχήν ικανοποιητικού νομικού πλαισίου για τη

μερική απασχόληση.

Τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας.

Από 200-300.000 δρχ. οι περισσότεροι εργαζόμενοι

Τα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη του Δημοσίου καθώς και του

ιδιωτικού τομέα αμείβονται καλύτερα από όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων.

Ένα ποσοστό 10,1% αυτών των στελεχών αμείβεται μηνιαίως με 500.000 δραχμές και

άνω. Σε αυτή την κατηγορία αμοιβών ανήκει επίσης το 4% όσων ασκούν

επιστημονικά και καλλιτεχνικά επαγγέλματα, το 2,7% όσων είναι τεχνολόγοι,

τεχνικοί βοηθοί και το 0,4% των απασχολουμένων στην παροχή υπηρεσιών. Δεν

υπάρχει ούτε ένας ειδικευμένος γεωργός, κτηνοτρόφος και δασοκόμος που να

αμείβεται με αυτά τα λεφτά.

Εντυπωσιακά είναι τα συμπεράσματα της έρευνας του Εθνικού Παρατηρητηρίου

Απασχόλησης με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και για τους

μισθωτούς και απασχολούμενους που αμείβονται με ποσό μικρότερο των εκατό

χιλιάδων δραχμών τον μήνα. Το 16,6% όσων απασχολούνται σε γεωργία, κτηνοτροφία

και δασοκομία ανήκει στη χαμηλότερη κατηγορία αμοιβών. Το 27,2%, σύμφωνα με

την ίδια έρευνα, όσων απασχολούνται ως οικιακό προσωπικό σε ιδιωτικά

νοικοκυριά επίσης έχουν μηνιαίες αμοιβές μέχρι 99.000 δραχμές.

Οι περισσότεροι εργαζόμενοι, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, πάντως ανήκουν

στη μισθολογική κατηγορία αμειβομένων με ποσό από 200.000 μέχρι και 299.000

δραχμές. Περίπου οι μισοί υπάλληλοι γραφείου, το 48,1% όσων εργάζονται στον

τομέα της υγείας και της κοινωνικής μέριμνας, περισσότεροι από τους μισούς

(50,5%) που εργάζονται στον τομέα της Δημόσιας Διοίκησης και της Άμυνας

ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία αμειβομένων. Το 38,1% των εκπαιδευτικών

αμείβεται επίσης με αυτά τα χρήματα.

Οικογενειακό επίδομα και στους δύο συζύγους

«Πράσινο» φως για την καταβολή του οικογενειακού επιδόματος και στους δύο

συζύγους, είτε εργάζονται στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα, ανάβει

εισήγηση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την οποία κρίνεται ότι η καταβολή

του επιδόματος, ύψους τουλάχιστον 12.000 δρχ. μηνιαίως, μόνον στον ένα σύζυγο

είναι αντισυνταγματική.

Το ζήτημα, που αφορά προγενέστερες νομοθετικές διατάξεις και όχι το ισχύον

μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, απασχολεί το ΑΕΔ ύστερα από αντικρουόμενες

αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Ο εισηγητής κατά τη χθεσινή συζήτηση της υπόθεσης στο ΑΕΔ, σύμβουλος

Επικρατείας κ. Νικ. Σκλίας ετάχθη υπέρ της διπλής καταβολής του επίμαχου

επιδόματος (επίδομα γάμου συν επίδομα τέκνων), εκτιμώντας ότι πλέον αποτελεί

τμήμα της αμοιβής ενός υπαλλήλου.