Πολύ κοντά στην πρόγνωση των σεισμών βρίσκονται οι επιστήμονες του

Εργαστηρίου Γεωφυσικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αφού ­ όπως αποκαλύπτει

ο καθηγητής Βασίλης Παπαζάχος ­ έπειτα από δύο χρόνια είναι πολύ πιθανό να

γνωρίζουμε μερικούς μήνες ενωρίτερα σε ποια περιοχή της Ελλάδας θα χτυπήσει ο

Εγκέλαδος και, το σημαντικότερο, το μέγεθος που θα έχει η σεισμική δόνηση.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Γραφείο Βόρειας Ελλάδας

Η μελέτη των μεγάλων σεισμών από το 1950 μέχρι σήμερα έχει αποφέρει καρπούς

και ήδη η πρόγνωση θα είναι σε λίγο χρόνο εφικτή

Όπως εξηγεί ο κ. Παπαζάχος, η μέθοδος για τη μεσοπρόθεσμη πρόγνωση στηρίζεται

στη βασική αρχή ότι δεν γίνεται κανένας μεγάλος σεισμός αν σε μια περιμετρική

ακτίνα οκτώ φορές μεγαλύτερη από το μήκος του ρήγματος δεν «προετοιμαστεί»

νωρίτερα ο χώρος από προσεισμούς με μεγέθη της τάξης των 4 Ρίχτερ. Εκτός από

τον προσδιορισμό του χώρου οι επιστήμονες του ΑΠΘ κατάφεραν να εντοπίζουν, με

τη βοήθεια μαθηματικών εξισώσεων και στατιστικών στοιχείων, τον χρόνο γένεσης

της δόνησης και το μέγεθος. Σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο, η μέθοδος επαληθεύτηκε

ήδη εκ των υστέρων (a posteriori) μέσω των μελετών για τους μεγάλους σεισμούς

που σημειώθηκαν στην Ελλάδα από το 1950 μέχρι σήμερα, ενώ το θεωρητικό μέρος

της μεθοδολογίας της ομάδας Παπαζάχου δημοσιεύτηκε πρόσφατα και από το

επιστημονικό περιοδικό «Pure Applied Geophysics».

«Έχουμε κάνει μεγάλα βήματα και το θεωρητικό μέρος της μεθοδολογίας για τη

μεσοπρόθεσμη πρόγνωση των σεισμών έχει ήδη επαληθευτεί. Τώρα είμαστε σίγουροι

ότι ένας καταστροφικός σεισμός δεν γίνεται στα καλά καθούμενα. Έπειτα από δύο

χρόνια είναι πιθανό να προβλέπουμε 12 με 18 μήνες ενωρίτερα κάποιον σεισμό, να

προσδιορίζουμε την περιοχή που θα σημειωθεί (σε μία ακτίνα 60 χιλιομέτρων),

αλλά και το μέγεθος με μια απόκλιση της τάξης των 0,4 βαθμών της κλίμακας

Ρίχτερ», δήλωσε στα «ΝΕΑ» ο κ. Παπαζάχος.

Οι πλάκες

Όπως υπογραμμίζει, τα τελευταία χρόνια οι σεισμολόγοι έχουν επικεντρώσει τις

προσπάθειές τους στη μελέτη του εσωτερικού φλοιού της Γης, δηλαδή των

λιθοσφαιρικών πλακών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περιοχή του Αιγαίου ­ που

θεωρείται το καλύτερο «φυσικό εργαστήριο» σεισμολογίας στον κόσμο ­ μέχρι τη

δεκαετία του ’60 οι επιστήμονες γνώριζαν μόνο για το βάθος της θάλασσας.

Τώρα όμως γνωρίζουν, με κάθε λεπτομέρεια, τα πάντα γύρω από τη δομή και τη

σύσταση του εσωτερικού φλοιού σε βάθος διακοσίων χιλιομέτρων κάτω από τον

πυθμένα και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη μελέτη του φαινομένου για τις

κινήσεις των πλακών που προκαλούν τους σεισμούς.

Η θωράκιση

Εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον καθηγητή Γεωφυσικής είναι η

θωράκιση των μεγάλων αστικών κέντρων από τους σεισμούς και η νέα επιστημονική

μέθοδος δεν θα έχει καμία πρακτική αξία αν ­ όπως λέει ­ δεν εφαρμοστεί κάποτε

και στην πράξη. Όπως τονίζει, το 95% περίπου των κτιρίων στην Ελλάδα

κατασκευάστηκαν πριν από την καθιέρωση του αντισεισμικού κανονισμού στην

Ελλάδα. Είδαμε τις μεγάλες ζημίες που προκάλεσαν οι σεισμοί στη Θεσσαλονίκη,

στην Καλαμάτα και πρόσφατα στην Αθήνα και αυτό που έχει πρακτική σημασία είναι

να γνωρίζουμε πού θα γίνει μεγάλος σεισμός τα επόμενα χρόνια ώστε να λάβουμε

τα απαραίτητα μέτρα.

Του απονέμεται ο «Ταξιάρχης του Τάγματος του Φοίνικος»

Βασίλης Παπαζάχος

Έκπληκτος και συγκινημένος για την επικείμενη βράβευσή του από τον Πρόεδρο της

Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο ­ που θα πραγματοποιηθεί στη διάρκεια τελετής,

στις 17 Ιανουαρίου ­ δηλώνει ο ομότιμος καθηγητής Γεωφυσικής στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης Βασίλης Παπαζάχος.

«Συγκινήθηκα, στην αρχή δεν το πίστευα. Θεωρώ ότι το βραβείο δεν ανήκει μόνο

στον καθηγητή Παπαζάχο, αλλά γενικά σε ολόκληρη την πανεπιστημιακή κοινότητα»,

δήλωσε στα «ΝΕΑ». Σύμφωνα με προεδρικό διάταγμα ο κ. Παπαζάχος θα

παρασημοφορηθεί με το βραβείο του «Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος» σε

ένδειξη τής επί σαράντα και πλέον χρόνια επιστημονικής προσφοράς του.

Ο κ. Παπαζάχος γεννήθηκε στο Σμόκοβο Καρδίτσας και είναι απόφοιτος του

τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με

την καθοδήγηση του τότε καθηγητή και «δασκάλου» του, όπως τον αποκαλεί,

Άγγελου Γαλανόπουλου, διορίζεται έκτακτος βοηθός στο Εργαστήριο Σεισμολογίας

και από το 1961 μέχρι το 1964 μετεκπαιδεύεται στο Πανεπιστήμιο Saint Louis των

ΗΠΑ. Στη δεκαετία του ’70 εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και ιδρύει το

Εργαστήριο Γεωφυσικής. Χαρακτηρίζει τον καταστροφικό σεισμό της Θεσσαλονίκης

το 1978 ως τον σημαντικότερο σταθμό στην επιστημονική του καριέρα, αφού «μέσα

από τα συντρίμμια του σεισμού ­ όπως λέει μέχρι και σήμερα ­ «ιδρύθηκε το

δεύτερο μεγαλύτερο εργαστήριο Σεισμολογίας στη χώρα και αρχίσαμε να αποκτάμε

επιστημονική γνώση για την κατανόηση των σεισμών». Έχει δημοσιεύσει 15 βιβλία

και πάνω από 230 άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ το 1997 με δική

του πρωτοβουλία διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα διεθνές συνέδριο σεισμολογίας.