«Πώς περάσατε;». «Καλά, πολύ καλά, δόξα τω Θεώ. Εσείς;». «Κι εμείς καλά.

Ξέρετε τώρα. Οικογενειακά, με λίγους φίλους». «Ε, αυτό είναι οι γιορτές. Και

του χρόνου, υγεία να ‘χουμε». Ο ίδιος αμήχανος διάλογος κάθε χρονιά, στα

πεταχτά, σαν όλοι να βιαζόμαστε να κλείσει το κεφάλαιο, κουραστικό τάχα ή

βαρετό, ένας πυρετός αναίτιος, που πέρασε. Δεν βρήκα χρόνο να κάνω τους

ξένοιαστους περιπάτους που λογάριαζα, με πήραν σβάρνα τα τρεχάματα για τα

δώρα, οι ετοιμασίες για τη χριστου-γεννιάτικη βεγγέρα, η αγωνία για την

παραδοσιακή γιορτιάτικη έξοδο με τα παιδιά ­ θέατρο και φαγητό ­ που

συντονίζεται όλο και πιο δύσκολα καθώς μεγαλώνουν. Στην απέναντι πόρτα, ο

οκτάχρονος Ιάσονας κόλλησε πάλι το γράμμα του στον Άη Βασίλη, ο Γρηγόρης

ξαναφόρεσε την κόκκινη στολή και τη λευκή γενειάδα για να μας μοιράσει τα

καλούδια του ­ αχ, ρε Τζώρτζια, τι θα κάνετε όταν ο Μήτσος μεγαλώσει; ­, τα

μεγάλα παιδιά σκόρπισαν μόλις γύρισε ο χρόνος, πάλι καλά που ακόμη

διασκεδάζουν μαζί μας όχι από υποχρέωση αλλά γιατί το θέλουν. Το δέντρο, που

όλοι μαζί κοπιάσαμε να στολίσουμε, σήμερα αποκαθηλώνεται, η Ζωή είναι ήδη από

προχθές στη Χάγη και η Βασιάννα ξανάρχισε χθες, Κυριακάτικα, φροντιστήριο και

από σήμερα σχολείο. Όλα ξανά στην καθημερινή «κανονικότητα» τα πράγματα ­ έτσι

είναι ­ φεύγουν, κάνουν τον κύκλο τους και επιστρέφουν. Και δεν ωφελεί να τα

περιμένει κανείς αλλιώτικα, ίσως μάλιστα και να πρέπει να εύχεται να ‘ναι τα

ίδια, όσο γίνεται ανώδυνα, τουλάχιστον για όσους αγαπάμε και νοιαζόμαστε.