Μπόρις Μπερεζόφσκι: ένας ταπεινός μαθηματικός απέκτησε τη μεγαλύτερη ατομική

περιουσία στην ιστορία της Ρωσίας

Πριν από μερικά χρόνια, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Έϊμπρααμ Μπρούμπεργκ και

μερικοί φίλοι του επισκέφθηκαν το Περεντέλκινο, μια περιοχή κοντά στη Μόσχα

γνωστή για τη λογοτεχνική της ζωή. Σε μια στιγμή πρόσεξαν ένα ρυπαρό κτίριο με

μια ταμπέλα που έγραφε: «Εστιατόριο-Κέντρο διασκέδασης». Όλες οι πόρτες και τα

παράθυρα ήταν κλειστά και δεν υπήρχε ίχνος ζωής. Όταν όμως κτύπησαν το

κουδούνι, η πόρτα άνοιξε και βρέθηκαν σε ένα άνετο καθιστικό με κόκκινες

καρέκλες και ξύλινα τραπεζάκια του καφέ. Τους υποδέχθηκε ένας μικρόσωμος

γέροντας, κομψά ντυμένος, που ήταν ιρλανδικής καταγωγής και δεν μιλούσε λέξη

ρωσικά. Όπως αποδείχθηκε, ήταν ο διευθυντής. Οι μόνοι του πελάτες, είπε στους

δημοσιογράφους, είναι οι Μαφιόζοι. Εμφανίζονται βράδυ ή νύχτα, άλλοτε έχοντας

τηλεφωνήσει προηγουμένως κι άλλοτε χωρίς προειδοποίηση, και απαιτούν να τους

σερβίρει αμέσως αλκοόλ: βότκα, μπίρα, σαμπάνια και κονιάκ. Δεν τρώνε ποτέ,

μόνο πίνουν. Έπειτα ξαπλώνουν στους καναπέδες, ενώ οι σωματοφύλακές τους

παίζουν με τα όπλα τους. Η τοπική αστυνομία ξέρει για τις δραστηριότητές τους,

τους εκβιασμούς και τις δολοφονίες, αλλά δεν κάνει τίποτα.

Τα χρήματα

Κι εκείνος γιατί δεν τα παρατάει; «Κάθονται μια ώρα, ίσως και δύο, κι όταν

φεύγουν αφήνουν πίσω τους ένα βουνό χαρτονομίσματα, 20.000 ή 30.000 δολάρια».

Αγοράζει καινούργια μπουκάλια, πληρώνει το προσωπικό, δίνει ένα μέρος των

κερδών στους ιδιοκτήτες (μια σουηδική εταιρεία) και του μένουν αρκετά χρήματα

για να τα καταθέσει στον λογαριασμό του στην Ιρλανδία.

Η επίσκεψη εκείνη, γράφει ο Μπρούμπεργκ στο TLS, μοιάζει με μια στιγμή ηρεμίας

μπροστά στην αδιάκοπη άνθηση του ρωσικού κόσμου του εγκλήματος. Στο βιβλίο του

«Ο Νονός του Κρεμλίνου: ο Μπόρις Μπερεζόφσκι και η λεηλασία της Ρωσίας» (εκδ.

Harcourt Brace), ο Αμερικανός δημοσιογράφος Πωλ Κλεμπνίκωφ προσφέρει μια έξοχη

περιγραφή της έκρηξης της βίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90: γραφεία που

ανατινάζονται, Τσετσένοι γκάνγκστερ που πολεμούν με Ρώσους μαφιόζους,

Νταγκεστανοί κατά Γεωργιανών, «τραπεζίτες» που σκοτώνονται μέρα μεσημέρι,

αυτοκίνητα που ανατινάζονται με τηλεκοντρόλ.

Ο κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μπόρις Μπερεζόφσκι, είδε μια μέρα τον

οδηγό του να αποκεφαλίζεται μπροστά στα μάτια του. Τα θύματα

(συμπεριλαμβανομένου του κεφαλιού του οδηγού) ενταφιάζονται συχνά σε κηδείες

τύπου Σικάγου, ενώ η αστυνομία παρακολουθεί απαθής.

Η έκρηξη της εγκληματικότητας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δεν είναι

καινούργιο φαινόμενο. Η Τσαρική Ρωσία είχε μεγάλη εγκληματικότητα, ενώ η

Σοβιετική Ένωση, με τη βία εναντίον των αγροτών, τους «εχθρούς του λαού», τις

φυλακές και τα γκουλάγκ, δημιούργησε μια πραγματική κουλτούρα του εγκλήματος.

Όσο ισχυρές κι αν είναι όμως οι ιστορικές ρίζες του μετακομμουνιστικού κόσμου

του εγκλήματος, η σημερινή εγκληματικότητα είναι πρωτοφανής. Κι όπως γράφει ο

Κλεμπνίκωφ, που είναι ρωσικής καταγωγής και εδρεύει στη Μόσχα, η

εγκληματικότητα αυτή είναι συνέπεια των καταστροφικών «οικονομικών

μεταρρυθμίσεων» που συνέλαβαν και εφήρμοσαν νεαροί «δημοκράτες» σαν τον Αγκάρ

Γκαϊντάρ και τον Ανατόλ Τσουμπάις, με τις ευλογίες του Μπόρις Γιέλτσιν και των

Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι «μεταρρυθμιστές»

Ρώσοι μαφιόζοι: ένας αξιωματικός του ειδικού τμήματος δίωξης του εγκλήματος,

στη Μόσχα, εισβάλλει σε διαμέρισμα για να συλλάβει εμπόρους ναρκωτικών

Οι ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες των «μεταρρυθμιστών» ήταν η δύναμη που έσπρωξε

τη Ρωσία στο χείλος της καταστροφής. Η σαρωτική φιλελευθεροποίηση των τιμών το

1992, ο υπερ-πληθωρισμός που ακολούθησε και είχε ως αποτέλεσμα να εξανεμιστούν

οι αποταμιεύσεις εκατομμυρίων Ρώσων πολιτών, και η ιδιωτικοποίηση των

κουπονιών την περίοδο 1993-94, επέτρεψαν στους ολίγους να πλουτίσουν ­ ενώ

εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσοι κατέφευγαν σε πυραμιδικά σχήματα για να επιβιώσουν.

Τίποτα δεν ήταν όμως πιο επαχθές από το λεγόμενο πρόγραμμα «δάνεια αντί

μετοχών», με βάση το οποίο το κράτος πρόσφερε τεράστια πακέτα μετοχών σε

ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, με αντάλλαγμα γενναιόδωρα

δάνεια των εταιρειών αυτών προς τον μηχανισμό του Γιέλτσιν. Επιπλέον, οι

εταιρείες αυτές ανέλαβαν να εξασφαλίσουν με θεμιτά και, κυρίως, αθέμιτα μέσα

τη νίκη του Γιέλτσιν στις προεδρικές εκλογές του 1996.

Τα δύο μεγαλύτερα κανάλια της χώρας, το OR του Μπερεζόφσκι και το NTV του

Γκουσίνσκι, κράτησαν τους αντιπάλους του Γιέλτσιν (και κυρίως τους

κομμουνιστές) μακριά από τα τηλεοπτικά στούντιο. Η ομάδα του Γιέλτσιν

δωροδοκούσε όμως απλόχερα και τους ίδιους τους δημοσιογράφους για να γράφουν

κολακευτικά άρθρα. Οι αμοιβές κυμαίνονταν από 100 δολάρια σε έναν επαρχιακό

δημοσιογράφο για ένα άρθρο μέχρι εκατομμύρια δολάρια προς τους ιδιοκτήτες των

μεγαλυτέρων ρωσικών εφημερίδων.

Το βιβλίο του Κλεμπνίκωφ περιγράφει με παραστατικό τρόπο τις δραστηριότητες

του Μπερεζόφσκι στην Τσετσενία, όπου λειτουργούσε ουσιαστικά ως τραπεζίτης των

τοπικών πολεμάρχων. Ισχυριζόμενος ότι δίνει λύτρα για να απελευθερώσει

ομήρους, ο Μπερεζόφσκι παρέδιδε βαλίτσες με χρήματα στα μέλη των πιο φανατικών

συμμοριών. Μια μέρα έδωσε 1 εκατομμύριο δολάρια (σε μετρητά) στον Σαμίλ

Μπασάγιεφ με πρόσχημα την ανασυγκρότηση της τσιμεντοβιομηχανίας του…

Η ιστορία ενός πρώην Σοβιετικού εξέχοντος επιστήμονα που απέκτησε τη

μεγαλύτερη ιδιωτική περιουσία στη Ρωσία και μιας χώρας που μετέτρεψε μια

ιδεολογική δικτατορία σε μια μαζική κλεπτοκρατία, με αποτέλεσμα να γίνει

φτωχότερη από το Περού, αποτελεί ασφαλώς ένα από τα συναρπαστικότερα επεισόδια

του εικοστού αιώνα.