Η προσγείωση στα καθημερινά είναι απότομη. Κι όσες περισσότερες υποχρεώσεις

έχεις τόσο περισσότερες αναταράξεις και πιέσεις δέχεσαι. Με το που σβήνουν τα

λαμπιόνια του δέντρου και το κουφάρι του μεταφέρεται στο πεζοδρόμιο, η ζωή

μπαίνει στους γνώριμους ρυθμούς της. Με συντροφιά τις χιλιάδες ευχές που

πήρες, προσδοκάς σε κάτι καλύτερο. Σε κάτι νέο. Πέρυσι, υποτίθεται ότι μπήκαμε

στον νέο αιώνα. Φέτος, μπήκε στη ζωή μας ένα νέο νόμισμα.

Την έπιασε πανικός από την πρώτη ώρα που άνοιξε την τηλεόραση. Είδε τις

μετοχές της με διψήφια νούμερα και τα έχασε. Έβγαλε χαρτί και μολύβι και

άρχισε τους υπολογισμούς. Παιδεύτηκε, μέχρι που μπερδεύτηκε. Κουράστηκε. Και

περιορίστηκε να παρακολουθεί τα πράσινα ανοδικά βελάκια και τα κόκκινα

καθοδικά. Η αναγραφή του ποσοστού την διευκόλυνε περισσότερο. «Πώς θα τα

μάθουμε;», μονολογούσε. Της θύμιζε τα ταξίδια της στο εξωτερικό και τη

δυσκολία που είχε στην αρχή με τα εθνικά νομίσματα. Έβλεπε μια τιμή στη

βιτρίνα και εντελώς μηχανικά έκανε την αναγωγή της σε δραχμές. Έτσι ένιωθε

ασφαλής. Καταλάβαινε την αξία. Σκεφτόταν πως η μόνη αλλαγή σε χρήματα που

έζησε ήταν αυτή της κατοχικής και μετακατοχικής περιόδου. Ήταν εύκολη, όμως.

Απλώς κόπηκαν τα μηδενικά. Εκεί που το λάδι έφτασε ένα δισ. κι ένα τρισ. το

κιλό, με τη μεταβολή οι αριθμοί έγιναν μονοψήφιοι και διψήφιοι. Ψάχνει τρόπους

να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Βάλθηκε, λοιπόν, να παίζει Μονόπολη με το

εγγονάκι της. Κάνουν τις συναλλαγές τους σε ευρώ. Ανακάλυψε έναν ευχάριστο

τρόπο εξάσκησης. Άλλωστε, όλα είναι συνήθεια. Και σ’ αυτήν θα προσαρμοστούν

και οι ογδοντάχρονοι.