Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν έχει την παράδοση και την εμπειρία άλλων

ευρωπαϊκών χωρών στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης. Οι προσπάθειες των

δύο τελευταίων δεκαετιών υπήρξαν κατά κύριο λόγο αποσπασματικές. Οι

εμπλεκόμενοι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί φορείς λειτούργησαν με γνώμονα, κυρίως,

την απορρόφηση των πόρων και την επιδότηση των ανέργων. Η κατάρτιση ελάχιστα

κατανοήθηκε ως ευκαιρία ανάπτυξης γνώσεων και δεξιοτήτων και κατ’ επέκταση ως

επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό.

Τα τελευταία τρία χρόνια έγιναν συστηματικές προσπάθειες αναδιάταξης του

συστήματος, που είχαν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη χώρα

από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την απρόσκοπτη απορρόφηση των πόρων του Ευρωπαϊκού

Κοινωνικού Ταμείου, την καλύτερη σύνδεση των αντικειμένων κατάρτισης με τις

ανάγκες της αγοράς, καθώς και την ποιοτική αναβάθμιση των φορέων κατάρτισης με

κύριο εργαλείο τη νέα πιστοποίησή τους.

Όμως, το πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα τής μέχρι τώρα πορείας είναι η σταδιακή

αλλά σταθερή συνειδητοποίηση από όλο και περισσότερους φορείς, δημόσιους και

ιδιωτικούς, για την κοινωνική σημασία και την επενδυτική αξία της

επαγγελματικής κατάρτισης.

Σήμερα, με τους πόρους του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, μπορούμε να

οικοδομήσουμε ένα σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης, με κύρια χαρακτηριστικά

την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και τη συνέχεια. Ένα σύστημα

επαγγελματικής κατάρτισης το οποίο εντάσσεται στη στρατηγικής τής διά βίου

μάθησης και ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας που

προσδιορίζονται από την είσοδο στον αιώνα της γνώσης και της τεχνολογίας.

Τρία σημεία και μία προϋπόθεση είναι το κλειδί της επιτυχίας στη νέα

προσπάθεια.

Πρώτον, η κατάρτιση που οδηγεί σε προοπτική απασχόλησης ή επαγγελματικής

ανέλιξης. Για να το πετύχουμε, χρειαζόμαστε κεντρικό επιτελικό σχεδιασμό των

αναγκών που να τροφοδοτείται συνεχώς από τη βάση. Με τον τρόπο αυτό, οι

κατευθύνσεις που απευθύνονται στους φορείς συνδέουν τα προγράμματα με την

παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων που έχουν ζήτηση στην αγορά εργασίας. Για τη

διαρκή τροφοδότηση των σχετικών επιτελικών αποφάσεων είναι αναγκαίος ένας

μηχανισμός πρόβλεψης που να λειτουργεί σε συνεχή βάση στο Εθνικό Παρατηρητήριο

Απασχόλησης και να συνδέεται ηλεκτρονικά με τα Κέντρα Προώθησης της

Απασχόλησης του ΟΑΕΔ και τους κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς σε τοπικό

επίπεδο.

Δεύτερον, η ποιότητα στη μαθησιακή διαδικασία: ένα σύστημα κατάρτισης που

ακουμπά στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Δεν αρκεί ο καλός σχεδιασμός

των αντικειμένων κατάρτισης. Στην κοινωνία της πληροφορίας και της νέας

οικονομίας είναι ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ η κατάρτιση όχι μόνο να

προσφέρει συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες, αλλά να βοηθά τους ανθρώπους

να αναπτύξουν δημιουργικά τις προσωπικές τους ικανότητες επικοινωνίας, μάθησης

και οργάνωσης. Η διδακτέα ύλη συνδέεται λειτουργικά με τις συγκεκριμένες

ανάγκες όσων παίρνουν μέρος στο κάθε πρόγραμμα. Οι εκπαιδευτικές μέθοδοι

συντείνουν στην ενεργό συμμετοχή των καταρτιζομένων, αντί της παθητικής

παρακολούθησης της διάλεξης του «παντογνώστη» εκπαιδευτή. Οι εκπαιδευτές, πέρα

από τα τυπικά τους προσόντα, έχουν ρόλο παιδαγωγού, συμβούλου και εμψυχωτή.

Τα βήματά μας προς την κατεύθυνση αυτή είναι ήδη προδιαγεγραμμένα.

Δημιουργούμε ένα σώμα εκπαιδευτών που έχουν εκπαιδευτεί και έχει πιστοποιηθεί

η επάρκειά τους. Προχωρούμε στη συγκρότηση αναγκαίων ποιοτικών και γνωστικών

προδιαγραφών στα προγράμματα κατάρτισης. Ταυτόχρονα, σχεδιάζουμε με ταχείς

ρυθμούς ένα σύστημα που συνδέει την αρχική κατάρτιση με τη συνεχιζόμενη,

εισάγοντας κοινές αρχές και κανόνες στον σχεδιασμό, στην αξιολόγηση και την

πιστοποίηση.

Τρίτον, η κατάρτιση να γίνει κεκτημένο των τοπικών κοινωνιών και εργαλείο

καταπολέμησης των διακρίσεων. Οι άνισες δυνατότητες πρόσβασης στη γνώση και

την πληροφορία, ανάμεσα στα άτομα και στις κοινωνικές ομάδες, δημιουργούν ένα

χάσμα που οδηγεί σε νέου τύπου κοινωνικούς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις.

Η αύξηση των δυνατοτήτων πρόσβασης στη γνώση από όλους τους πολίτες

προϋποθέτει ότι το σύστημα κατάρτισης είναι ανοικτό και προσφέρει ειδική

υποστήριξη σε όσους τη χρειάζονται.

Τα κίνητρα, οι ειδικές ρυθμίσεις και οι πρόσθετες υπηρεσίες, όπως η

συμβουλευτική υποστήριξη, που επιτρέπουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των

ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού μας στην κατάρτιση, σχεδιάζονται ήδη.

Ωστόσο, κάθε προσπάθεια σε κεντρικό επίπεδο είναι καταδικασμένη, αν δεν

συνοδευτεί με αντίστοιχα βήματα στις τοπικές κοινωνίες. Η ενημέρωση και

ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών επαφίεται και στην κινητοποίηση των

βασικών συντελεστών, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι κοινωνικοί εταίροι και οι

μη κυβερνητικές οργανώσεις. Οι μακροχρόνιοι και ηλικιωμένοι άνεργοι, τα άτομα

με ειδικές ανάγκες, οι Τσιγγάνοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες πρέπει να

μπορούν να βρίσκουν τη δική τους θέση στο σύστημα κατάρτισης.

Συμμετοχή όλων: η αναγκαία προϋπόθεση. Όλοι οι φορείς, δημόσιοι και ιδιωτικοί,

οι κοινωνικοί εταίροι και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και γενικότερα όλοι

όσοι εμπλέκονται στην επαγγελματική κατάρτιση (υλοποίηση, σχεδιασμός,

αξιολόγηση, έλεγχος κ.λπ.) οφείλουν να πλαισιώσουν και να στηρίξουν τη νέα

εθνική προσπάθεια.

Η συνεργασία, η ανοικτή και ειλικρινής επικοινωνία μεταξύ των φορέων, η

διαφάνεια και, κυρίως, η συνυπευθυνότητα πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε μας

δράση. Πάνω από όλα οφείλουμε να υπερβούμε τα στενά όρια του ατομικού, ή

ομαδικού συμφέροντός μας και να εργαστούμε σκληρά και συλλογικά για την

υπόθεση της επαγγελματικής κατάρτισης προς το συμφέρον του συνόλου της

κοινωνίας και της οικονομίας μας.

Η Εύη Χριστοφιλοπούλου είναι γενική γραμματέας Κοινοτικών Πόρων του

υπουργείου Εργασίας