Στην Ελλάδα η κυβέρνηση προχωρεί στην πώληση του κρατικού αερομεταφορέα,

επιταχύνει τις ενέργειές της για την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων εμπορικών

τραπεζών και αναζητεί αλλοδαπό στρατηγικό επενδυτή στον τομέα των

τηλεπικοινωνιών. Στην Τουρκία η κυβέρνηση προχωρεί… στην πώληση του κρατικού

αερομεταφορέα… επιταχύνει τις ενέργειές της για την ιδιωτικοποίηση των

μεγάλων εμπορικών τραπεζών… αναζητεί αλλοδαπό στρατηγικό επενδυτή στον τομέα

των τηλεπικοινωνιών. Και μάλιστα την ίδια μέρα, Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου ­ όπου ο

Έλληνας πρωθυπουργός επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής του για

να προχωρήσει στην πώληση της Ολυμπιακής και γνωστοποίησε την έκφραση

ενδιαφέροντος από την Telefonica και την Telecom Italia για τον ΟΤΕ ­ η

τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε τους όρους πώλησης της Turk Telecom και της

Turkish Airlines.

Και στις δύο χώρες οι ενέργειες αυτές λαμβάνονται σε μια προσπάθεια να

αποκατασταθεί η μειωμένη αξιοπιστία τους προς τις διεθνείς αγορές ούτως ώστε

να προστατευθούν βασικοί εσωτερικοί στόχοι. Στην Ελλάδα να ανακάμψει η

κεφαλαιαγορά, η πτώση της οποίας καθημερινά διαβρώνει τη δημοτικότητα της

σημερινής κυβέρνησης. Στην Τουρκία να σταθεροποιηθεί το ίδιο το εγχώριο

τραπεζικό σύστημα, η αστάθεια του οποίου αποτελεί δαμόκλειο σπάθη για το

σύνολο του τουρκικού κατεστημένου.

Δεν πρέπει να παραμείνουμε όμως σε αυτήν την ευχάριστη συμμετρία μεταξύ των

πρωτοβουλιών των δύο κυβερνήσεων. Πρέπει να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα. Στη

διαπίστωση ότι η κρίση αποτελεί την πλέον σημαντική, εάν και εγγενώς

επικίνδυνη, στρατηγική ευκαιρία για τα στρατόπεδα των εκσυγχρονιστών και στην

Ελλάδα και στην Τουρκία. Η δε επιτυχής εκμετάλλευση αυτής της ευκαιρίας

επιταχύνει δομικές αλλαγές στις πολιτικές οικονομίες των δύο χωρών με δυνητικά

ριζικές συνέπειες για τη μεταξύ τους πολιτική σχέση.

Ουσιαστικά αυτό που συμβαίνει είναι ότι η αυξανόμενη εμπλοκή των δύο χωρών με

τη διεθνή οικονομία, που αποτελεί και τον βασικό στόχο των εκσυγχρονιστικών

ομάδων, παράγει ωφέλειες οι οποίες όμως είναι και ανακλητές. Στην αρχική φάση

όλοι συμμετέχουν στην αποκόμιση των ωφελειών. Στη μετέπειτα φάση αποκαλύπτεται

το σύνολο αυτών των απαιτούμενων ενεργειών, και του συνεπαγόμενου κόστους, για

τη διατήρηση της επωφελούς σχέσης με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Έτσι

είναι σε θέση ο σημερινός Έλληνας υπουργός Εθνικής Οικονομίας να πει στους

συναδέλφους του ότι «τώρα που αποκτήσαμε κεφαλαιαγορά και που βάλαμε τους

ψηφοφόρους μας μέσα σ’ αυτήν πρέπει, ξέρετε, να πάμε και στο επόμενο στάδιο

και να απολέσουμε τα ερείσματά μας στην Ολυμπιακή, στην Εθνική, στην Εμπορική,

στον ΟΤΕ». Στη δε Τουρκία, σε πραγματικό και όχι υποθετικό διάλογο, όταν ο

Τούρκος υπουργός Μεταφορών διατύπωσε τις ενστάσεις του στο να εκχωρηθούν τα

δικαιώματα μάνατζμεντ της Turk Telecom σε αλλοδαπό στρατηγικό επενδυτή

λέγοντας ότι έτσι «θα χαθεί η κότα με τα χρυσά αυγά» έλαβε την αποστομωτική

απάντηση από συνάδελφό του ότι «εδώ κινδυνεύουμε να χάσουμε ολόκληρο το

κοτέτσι».

Οι αντίπαλοι των εκσυγχρονιστών, στην Ελλάδα και στην Τουρκία, στον βαθμό που

υποχωρούν μια που απειλείται και η δική τους επιβίωση, επιτρέπουν το επόμενο

βήμα που οδηγεί σε ένα περιβάλλον στο οποίο έχουν ακόμη μικρότερη επιρροή. Η

επιχειρηματική δραστηριότητα χειραφετείται ακόμη περισσότερο έναντι της

πολιτικής εξουσίας και είτε ενισχύει περαιτέρω τα διεθνή της ερείσματα είτε

περιέρχεται σε αλλοδαπή ιδιοκτησία. Στην κρατική διοίκηση και στην εξάσκηση

πολιτικής αυξάνουν ακόμη περισσότερο την ισχύ τους αυτές οι προσωπικότητες που

ασκούν εξουσία συμβατή με το διεθνές περιβάλλον και σύμφωνα με διεθνώς

αναγνωρισμένες νόρμες, οι κεντρικοί τραπεζίτες, οι επικεφαλής των επιτροπών

κεφαλαιαγοράς, οι Χριστοδουλάκηδες, όχι οι Τσοχατζόπουλοι.

Υπό αυτή την έννοια οι σημαντικές προσωπικότητες στην Τουρκία σήμερα, και από

ελληνική σκοπιά, δεν είναι ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Χουσεΐν

Κεβρίκογλου ούτε καν ο υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ. Είναι άνθρωποι όπως ο

υπουργός Οικονομικών Σελτζούκ Ντεμιράλπ και ο επικεφαλής της τραπεζικής

εποπτικής Αρχής Ζεκερία Τεμιζέλ. Αυτοί οι άνθρωποι, από αυτά τα πόστα, έχουν

τη δυνατότητα την επόμενη διετία να επιτρέψουν τη μαζική εισδοχή του αλλοδαπού

κεφαλαίου στην Τουρκία και να μειώσουν αισθητά το εκεί πελατειακό κράτος.

Έχουν επίσης τη δυνατότητα να εμβαθύνουν ένα σύστημα αξιών διαφορετικό από

αυτό που εκφράζεται από το σημερινό διοικητικό και στρατιωτικό κατεστημένο,

σύστημα που αποδίδει κυρίαρχη αξία στην επιτυχή συνδιαλλαγή με το διεθνές

οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο και κατ’ εξοχήν ανήκει η Ελλάδα, η ισχυρότερη

οικονομία της αγοράς γειτνιάζουσα με την Τουρκία.

Στη δε Ελλάδα βρισκόμαστε προ εκπλήξεως. Για δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να

μοιρολογούμε για το πώς η εξωτερική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, υποκείμενη

συχνά σε οικονομικές σκοπιμότητες, αντιμετωπίζει προτιμησιακά την Τουρκία εις

βάρος των ελληνικών θέσεων. Ανακαλύπτουμε τώρα ότι αποκτώντας εμείς οι ίδιοι

μια ισχυρή οικονομία της αγοράς παράγουμε ως χώρα ισχυρά, ισχυρότατα

συμφέροντα, ισχυρότατες οικονομικές σκοπιμότητες που αναπόφευκτα διαμορφώνουν

την αντίληψή μας και τη συμπεριφορά μας στο γεωγραφικό μας περιβάλλον. Από

αυτή την άποψη δεν αποτελεί ευσεβή πόθο αλλά επικρατούσα άποψη των διεθνών

παρατηρητών το γεγονός ότι στο πρόσφατο αφιέρωμα των «Financial Times» για την

Ελλάδα, ενώ αγνοούνται σχεδόν πλήρως τα ελληνοτουρκικά όπως τα

αντιλαμβανόμασταν μέχρι τώρα, γίνεται εκτενής μνεία στη δραστηριότητα των

ελληνικών επιχειρήσεων στην Τουρκία.