Σε ένα από τα μυθιστορήματά του ο συγγραφέας Τζον Λε Καρέ αποκαλεί τον κόσμο

της τρομοκρατίας «θέατρο του πραγματικού». Η παρατήρηση αναφέρεται στο γεγονός

ότι, όσο μένουν ασύλληπτοι, οι τρομοκράτες κυκλοφορούν ανάμεσά μας χωρίς να

τους αντιλαμβανόμαστε γιατί δεν αποκαλύπτουν την πραγματική ταυτότητά τους.

Αντιθέτως, εμφανίζονται ως δικηγόροι, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί,

νοσοκόμοι ­ και γενικώς ως ευυπόληπτοι πολίτες. Το θέατρο αυτό συνεχίζεται

όσους μήνες βρίσκονται σε αδράνεια ή προετοιμάζουν μια ενέργεια μέχρι να

φθάσει η ώρα εκτέλεσής της: τότε, για λίγα λεπτά ή για λίγες ώρες,

απαλλάσσονται από τα ρούχα και τις χειρονομίες της μεταμφίεσης και παίρνουν

στα χέρια τους το 45άρι ή πυροδοτούν τις βόμβες που έχουν μεθοδικά

κατασκευάσει.

Στο Λονδίνο

Η περιγραφή αυτή αρμόζει βεβαίως και στην περίπτωση των μελών της 17Ν, των

«Τελευταίων κόκκινων τρομοκρατών της Ευρώπης», σύμφωνα με τον τίτλο του

βιβλίου του δημοσιογράφου Γιώργου Κασσιμέρη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στο

Λονδίνο (πρωτότυπος αγγλικός τίτλος «Europe’s Last Red Terrorists – The

Revolutionary Organization 17 November», εκδότης Hurst & Company). Ο

Κασσιμέρης έχει καλύψει την ελληνική πολιτική για εφημερίδες όπως οι

«Financial Times», η ευρωπαϊκή έκδοση της «Wall Street Journal» και η

«International Herald Tribune». Το βιβλίο του αριθμεί 260 σελίδες και αποτελεί

μια προσπάθεια να παρουσιαστεί και να αναλυθεί η δράση της 17Ν από το 1975

μέχρι σήμερα. Η συστηματική προσέγγιση του συγγραφέα, αλλά και η επιλογή της

αγγλικής γλώσσας, θα έχει ως αναπόφευκτο μάλλον αποτέλεσμα να αποτελέσει το

πόνημά του βιβλίο αναφοράς για τη 17Ν. Ούτως ή άλλως, η έκδοση είναι πολλαπλώς

επίκαιρη. Όχι μόνο διότι κυκλοφορεί λίγες ημέρες πριν από τη συμπλήρωση 25

χρόνων δράσης της οργάνωσης (έκανε την επίσημη εμφάνισή της στις 23 Δεκεμβρίου

του 1975 με τη δολοφονία τού σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα Ρίτσαρντ Γουέλς),

αλλά και γιατί μας επιτρέπει να κοιτάξουμε με πιο ενήμερη ίσως ματιά την

πρόσφατη δεύτερη προκήρυξη της 17Ν για τη δολοφονία του Βρετανού στρατιωτικού

ακόλουθου Στίβεν Σόντερς.

Ο Κασσιμέρης εκμεταλλεύεται με τρόπο εξαντλητικό όλα τα υπάρχοντα στοιχεία για

τη 17Ν. Η ερευνητική προσέγγισή του δεν είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που

έχουν υιοθετήσει οι (Έλληνες ή ξένοι) διώκτες της οργάνωσης, κατά τις

τελευταίες τρεις δεκαετίες. Έτσι, ο συγγραφέας εξετάζει πρώτα το τρίγωνο

«ισχύς, βία, ανατρεπτική δράση» στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής παράδοσης.

Στη συνέχεια στρέφει τον μεγεθυντικό φακό του στο πολύπλοκο δίκτυο ανθρώπων

και σχέσεων της εξωκοινοβουλευτικής (δηλαδή της άκρας) Αριστεράς, της εποχής

της δικτατορίας και των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Είναι η εποχή, αλλά

και το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο που έχουν «χτενίσει» εξαντλητικά οι δυτικοί

διώκτες της 17Ν, με τη συλλογιστική ότι «δεν μπορεί, τα μέλη της θα πρέπει να

έχουν κινηθεί σε αυτούς τους χώρους, πριν περάσουν στην παρανομία της

τρομοκρατικής δράσης». Είναι η θεωρία σύμφωνα με την οποία «κάποιο ίχνος θα

πρέπει να άφησαν πίσω τους, κάποιος συνομήλικός τους θα πρέπει να είδε ή να

άκουσε κάτι».

Αν η ιστορική προσέγγιση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης έχει ενδιαφέρον

είναι γιατί, σύμφωνα με την παρατήρηση του Κασσιμέρη, αποκαλύπτει ότι «η 17Ν

προέκυψε σε μια περίοδο κατά την οποία το πολιτικό κλίμα άλλαζε και η

ιδεολογική πόλωση βρισκόταν σε κάμψη». Με άλλα λόγια, μετά την ταραχώδη

τριακονταετία 1944-1974, η ελληνική πολιτική ζωή αποκτούσε χαρακτηριστικά

εξομάλυνσης. «Εν συνόλω, η 17Ν εξέφρασε μια ακραία αντίδραση σε μια ουσιώδη

πολιτική και πολιτισμική αλλαγή», επισημαίνει ο συγγραφέας, προσθέτοντας ότι η

οργάνωση επιχείρησε «να υπονομεύσει τη νομιμοποίηση και τους θεσμούς της

Μεταπολίτευσης», λειτουργώντας η ίδια «σε έναν γεωγραφικό και ιδεολογικό

μικρόκοσμο». Οι διαπιστώσεις αυτές «φωτογραφίζουν» τον τόνο ακόμη και της

πρόσφατης προκήρυξης της οργάνωσης με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 2000.

Τακτικές

Στο βιβλίο του, ο Κασσιμέρης παρουσιάζει με λεπτομέρειες τις τακτικές, τους

στόχους και την επιχειρησιακή εξέλιξη της 17Ν από το 1975 μέχρι σήμερα. Ο

συγγραφέας διαβλέπει τρεις φάσεις. Η πρώτη διαρκεί από το 1975 έως το 1980:

είναι η φάση που «η ελληνική κοινή γνώμη και ο Τύπος θεωρούσαν τη 17Ν ως μια

εφήμερη ακροαριστερή ομάδα που, θεωρώντας επιεική τη μεταχείριση των

πραξικοπηματιών, πήραν τον νόμο στα χέρια τους αποδίδοντας αναδρομικά

δικαιοσύνη». Η δεύτερη φάση εκτείνεται ανάμεσα στο 1983 και το 1990 και

συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ανδρέα

Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Αν τα χρόνια εκείνα σηματοδοτούνται ανεξίτηλα από τα

χτυπήματα κατά αμερικανικών στόχων, όπως ο στρατιωτικός ακόλουθος Γουίλιαμ

Νορντίν, του οποίου το πτώμα βρέθηκε πενήντα μέτρα μακρυά από τον δρόμο μετά

την ανατίναξη του θωρακισμένου αυτοκινήτου του, συγχρόνως καθίσταται σαφής η

στροφή της 17Ν κατά του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, τον

Σεπτέμβριο του 1989, που θα φέρει τους τρομοκράτες και τον ελληνικό πολιτικό

κόσμο αντιμέτωπους. Η τρίτη και τελευταία φάση καλύπτει την περίοδο 1991-2000.

Τα χρόνια αυτά οι στόχοι της 17Ν εκτείνονται από το ξενοδοχείο «Πεντελικόν»

έως την μπίρα Λεβενμπράου, ενώ στην τυπολογία των θυμάτων περιλαμβάνονται

Τούρκοι διπλωμάτες, αλλά και απλοί περαστικοί, όπως ο τραγικός Θάνος Αξαρλιάν.

Κάμψεις

Ο αιματηρός απολογισμός 25 χρόνων δράσης της 17Ν ανέρχεται σε 23 νεκρούς και

106 τρομοκρατικές ενέργειες. Η επισκόπησή τους αποκαλύπτει τη μεθοδικότητα,

τον αυξανόμενο κυνισμό που χαρακτηρίζει τις τρομοκρατικές οργανώσεις διεθνώς.

Η στατιστική ανάλυση και οι πίνακες στο τέλος του βιβλίου προσφέρονται για

ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η δραστηριότητα της οργάνωσης είναι ιδιαιτέρως

αυξημένη τα χρόνια 1988-93 και κορυφώνεται το, ούτως ή άλλως, «βρώμικο» 1989

και το 1991, χρονιά του Πολέμου στον Περσικό. Η οργάνωση «εμπνέεται» από τη

διεθνή επικαιρότητα, καθώς και το 1999 που συμπίπτει με τον Πόλεμο στο

Κοσσυφοπέδιο, η δράση της γνωρίζει αύξηση ύστερα από αρκετά χρόνια κάμψης.

Πράγματι, η περίοδος επιχειρησιακής έντασης της 17Ν ταυτίζεται με τη δεκαετία

του ’80, ιδίως σε ό,τι αφορά τις «απαιτητικές» από επιχειρησιακής πλευράς

δολοφονικές απόπειρες. Στον τομέα αυτόν, η δραστηριότητα της 17Ν είναι σαφώς

μειωμένη τα τελευταία χρόνια, δικαιώνοντας ενδεχομένως τους αναλυτές που

υποστηρίζουν ότι η οργάνωση «πλήρωσε τη στεγανοποίησή της», αφού δεν

ανανεώθηκε, ο όρος ηλικίας ανέβηκε και τα χτυπήματα μειώθηκαν· κοινώς, «οι

τρομοκράτες γέρασαν». Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι η πίεση από την

επίμονη αναζήτηση των μελών της οργάνωσης από ελληνικές, αμερικανικές και

πλέον βρετανικές αρχές ασφαλείας ­ πίεση που κάνει τις κινήσεις της 17Ν πιο

δυσχερείς.

Έλληνες

Η (μακάβρια) στατιστική αποκαλύτπει επίσης ότι περισσότερες από τις μισές

επιθέσεις της 17Ν είχαν ελληνικούς στόχους. Το εύρημα αποτελεί ζωντανή

διάψευση των επίμονων αμερικανικών ισχυρισμών ότι υπάρχει συνέργεια μεταξύ της

οργάνωσης και στελεχών της κυβέρνησης ή του ελληνικού πολιτικού κόσμου. Το

ελληνικό κατεστημένο έχει πληρώσει τον βαρύτερο φόρο αίματος απέναντι στην

τρομοκρατία. Το βιβλίο καταγράφει τις προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων με

επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον κ. Κ.

Μητσοτάκη και τον κ. Κ. Σημίτη να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο. Ακόμη

περισσότερο: μια αναδρομική επισκόπηση της ιστορίας της 17Ν και η επανεκτίμηση

του περιστατικού της οδού Λουίζης Ριανκούρ καταρρίπτει τον μύθο της

«ασύλληπτης οργάνωσης». Μια καλύτερα οργανωμένη αστυνομία, με αυξημένη

επιχειρησιακή ετοιμότητα, θα είχε αντιδράσει διαφορετικά. Το γεγονός ότι η

Ελλάδα υφίσταται πίεση για το θέμα της 17Ν, ενώ η δραστηριότητα της οργάνωσης

είναι σαφώς πεσμένη, δεν εξηγείται πάντως μόνο από τις ανάγκες ασφάλειας των

Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.