Κάποια στιγμή νομίζω πως πρέπει να καταθέσουμε μήνυση και αγωγή «κατά

παντός ανευθύνου». Ίσως να ‘ναι ο μόνος τρόπος για να εντοπίσουμε και να

κρίνουμε κάποιον που έφταιξε αλλά δεν θέλησε να «πληρώσει το τίμημα του

λάθους».

Κότσια έχουν

οι πυροτεχνουργοί,

οι εργολάβοι κηδειών

και οι ακροβάτες

Κ. Γκιμοσούλη, Ένα πετυχημένο ποίημα

Αυτή η διαδικασία έχει καθαρτήρια αλλά και βαθιά ηθικοπολιτική σημασία, καθώς

από το αποτέλεσμά της θα εξαρτηθεί η αναβάθμιση της πολιτικής και των

πολιτικών. Είναι αδιανόητο, στη χώρα όπου δίδαξαν με το παράδειγμά τους ο

Σωκράτης και ο Αριστείδης, οι σύγχρονοι δημόσιοι άνδρες (και γυναίκες) να

κρύβονται πίσω από νομοθετικά κενά, από νομολογιακές ερμηνείες ή από

«διαπλεκόμενες συγκαλύψεις» για να αποφύγουν την οποιαδήποτε ευθύνη και

κύρωση.

Υπάρχει άλλη, περισσότερο έντιμη, καθαρή, συνεπής ακόμα και politically

correct πράξη από το να κάνεις δημόσια αυτοκριτική, να αναλάβεις τις

πραγματικές σου ευθύνες και να παραιτηθείς; Ακόμη και ο ένοχος στυγερών

εγκλημάτων ξέρει ότι ομολογώντας αυθόρμητα, αφ’ ενός του φεύγει ένα βάρος κι

αφ’ ετέρου γίνεται πιο ανθρώπινος και πιο κατανοητός (ίσως και περισσότερο

συγχωρητέος) από την κοινή γνώμη. Πώς είναι δυνατό να μην το έχουν αντιληφθεί

αυτό οι επί πολλές δεκαετίες κυβερνώντες και παρακυβερνώντες τούτη τη χώρα;

Γιατί πιστεύουν ότι αυτοί τελικά θα τη γλιτώσουν;

Μικρή η πατρίδα μας. Λίγες οι πολιτικές οικογένειες. Όλοι γνωρίζουν όλους (και

τα πάντα για τον καθένα). Κανείς δεν έχει αιώνια ασυλία. Ούτε το συγκυριακό

απυρόβλητο (κυρίως από τα ΜΜΕ) ανυψώνει τους κατά συρροήν επίορκους σε

υπερ-θεσμικούς παράγοντες. Ο λαός θυμάται ακόμα κι όταν δείχνει ότι φοβάται

(να μιλήσει ή να ψηφίσει). Στο τέλος όμως ο ένοχος δεν αποφεύγει την πτώση. Τα

παραδείγματα πολλά.

Κι όμως θα ήμασταν έτοιμοι όλα να τα ξαναδούμε με άλλο μάτι αν ετηρείτο

στοιχειωδώς ένας Κώδικας Δεοντολογίας. Αυτός ο κανόνας ευθύνης που ισχύει για

κάθε πολίτη σε κάθε συναλλαγή του θα έπρεπε να αποκτά διπλή και τριπλή ισχύ

γι’ αυτούς που διοικούν. Όποιος φταίει, όποιος λάθεψε, όποιος ξεγελάστηκε,

όποιος παρασύρθηκε, οφείλει να το αναγνωρίσει και να (εκ)τεθεί σε δημόσια

κρίση.

Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο υπόλογος ψάχνει για εξιλαστήριο θύμα

(προς τα κάτω) και προστάτη (προς τα πάνω). Τάζει, διατάζει, παρακαλεί,

συναλλάσσεται κατά περίσταση και κατά περίπτωση. Ισχυρισμοί του τύπου: «Αν

πέσω εγώ θα παρασύρω και άλλους» ή «Το κόμμα οφείλει να με στηρίξει όπως εγώ

στήριξα άλλους σε δύσκολες εποχές» δίνουν και παίρνουν. Και το χειρότερο

πείθουν τους μηχανισμούς, οι οποίοι επιδίδονται σε εκστρατείες

αποπροσανατολισμού, στιγματισμού τρίτων, «πολιτικοποίησης» του θέματος. Έτσι

ένας κοινός απατεώνας που έτυχε να πάρει αξιώματα, ένας κατ’ επάγγελμα

δωροδοκούμενος Πρύτανης, ένας δημοσιογραφίσκος που αφήνει να διαρρεύσουν

μυστικά, ένας «νόθος επί-γονος», αντί να εκδιωχθούν και να καταδικασθούν,

εμφανίζονται ως θύματα συνωμοσίας (για να μην τρωθεί το image του Αρχηγού και

κινδυνέψει η «μεγάλη μας παράταξη»).

Ο ένας κρύβεται πίσω από τον άλλο, άπαντες μικραίνουν, γίνονται νάνοι για να

μη φαίνονται και τους αναγνωρίσει ο κόσμος.

Ούτε ένας, μα ούτε ένας, δεν έχει παραδεχθεί δημοσίως και ειλικρινά το λάθος

του. Όλο υπαινιγμοί και μελλοντικές αποκαλύψεις (που ποτέ δεν γίνονται) από

αυτούς που τελικά χάνουν. Όλο κηρύγματα και αλαζονεία από αυτούς που για την

ώρα την σκαπουλάρουν.

Πώς άραγε χτίζεται η αξιοπιστία του πολιτικού λόγου όταν δεν γίνεται σεβαστή η

άλλη όψη, δηλ. η ευθύνη για τις πολιτικές πράξεις; Μήπως ­ ελλείψει υπευθύνων

­ πρέπει να αρχίσουμε να κυνηγάμε όποιον από αυτούς δηλώνει ότι είναι

«προσωπικά ανεύθυνος»; Αν οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να (ξε)χωρίσουν και να

πάρουν απόσταση από τους φαύλους και τους ανίκανους, μήπως η λαϊκή ράβδος

πρέπει να πέσει επί δικαίων και αδίκων μέχρι να βρουν το θάρρος οι μεν να

καταδείξουν τους δε;

ΥΓ: Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι εσχάτως διαπίστωσα ότι στη χώρα μας

κανείς πολιτικός της σύγχρονης (κι εκσυγχρονισμένης) Ελλάδας δεν έχει

«αυτοκτονήσει».

Ίσως επειδή προτιμούν να (κατα)δικάζουν τους άλλους για τα δικά τους

ανομήματα ή ίσως επειδή τρέμουν μην προκαλέσουν μια γενικευμένη «πολιτική ευθανασία».

Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Τμήμα

Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.