Η συζήτηση για τη «διαπλοκή» αποπειράται να σκεπάσει μια πολύ οδυνηρή

πραγματικότητα, την απουσία της πολιτικής. Καθώς δεν υπάρχουν πια ιδεολογικές

αντιπαραθέσεις, ούτε βέβαια πολιτικές συγκρούσεις, μας έμεινε να

κουβεντιάζουμε μόνο για το μάνατζμεντ, τη διαχείριση.

Σε κάθε απολιτική κοινωνία, όπου και όποτε οι μάχες για τις ιδέες έχουν

εκλείψει ή δεν αναπτύχθηκαν, η συμπεριφορά των αρχόντων, τα βίτσια και οι κάθε

λογής δεσμοί τους γίνονται αντικείμενο κριτικής της εξουσίας. Το κουτσομπολιό

είναι η «διαλεκτική» της παραπολιτικής και εύλογα ως τέτοια διαλεκτική

αναδεικνύεται μόνο μέσα από τον τέλειο ξεπεσμό της πολιτικής.

Όπως συνήθως, το κουτσομπολιό «ανακαλύπτει» το αυτονόητο. Μιλάει τώρα για

«διαπλοκή», σαν να μην ξέρουμε ότι από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και

την εμφάνιση των κομμάτων (μιλώ εδώ για τους νεώτερους χρόνους) οι πολιτικοί

είχαν στενούς δεσμούς με τους εκδότες, με τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά και

με τους ηγέτες κοινωνικών ομάδων ­ συνδικαλιστές, εκκλησιαστικούς παράγοντες

κ.ά. Αλλά συνέβαινε έτσι παντού και πάντοτε. Από τα πιο ανελεύθερα καθεστώτα,

με την καθ’ υπαγόρευση της κυβερνητικής εξουσίας εξάρτηση των προυχόντων του

κοινωνικού ιστού, μέχρι τα πιο ελεύθερα, με την αντίστροφη εξάρτηση της

κυβερνητικής εξουσίας και των επιλογών της από την ισχύ των νόμων της

ελεύθερης αγοράς, που πάντα προσωποποιείται σε ονόματα ισχυρά για την

οικονομική ζωή του κάθε τόπου.

Είναι όμως και άδικο το κουτσομπολιό. Επειδή κανονικά θα ‘πρεπε να φοβάται τον

πολιτικό που αρνείται να έχει στενές σχέσεις με όσους κρατούν στα χέρια τους

τον παραγωγικό μηχανισμό της χώρας, δηλαδή τους μεγαλοεπιχειρηματίες, αλλά και

τους ηγέτες των μεγάλων εργατικών συνδικάτων. Όπως λάθος θα ήταν να

εμπιστευθεί έναν πολιτικό που περιφρονεί όσους διαμορφώνουν την κοινή γνώμη ­

τους εκδότες, μεγάλους δημοσιογράφους, ή και προσωπικότητες της Εκκλησίας.

Γιατί άραγε πρέπει να εμπιστευόμαστε έναν πολιτικό που αδιαφορεί αλαζονικά για

τον οικονομικό και πολιτικό ιστό της χώρας;

Δεν είναι λοιπόν οι «σχέσεις» ένοχες. Δεν είναι κατακριτέα ούτε καν η

οικονομική στήριξη ενός πολιτικού από κάποιους παράγοντες. Όλα τα μεγάλα

αναστήματα της πολιτικής τα στήριξαν κάποιοι, οικονομικά αλλά και διευρύνοντας

την επιρροή τους ­ και τον Χαρίλαο Τρικούπη και τον Ελευθέριο Βενιζέλο και

άλλους (για να μιλήσουμε μόνο για Έλληνες). Έπαψαν μ’ αυτό να είναι μεγάλοι

και έντιμοι πολιτικοί; Και τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο

Καραμανλή στήριξαν κάποιοι. Σήμαινε αυτό ότι μπόρεσαν όσοι τους στήριξαν να

υπαγορεύσουν την πολιτική αυτών των ανδρών; Φοβήθηκε κανείς από αυτούς να

συγκρουσθεί με τα συμφέροντα των υποστηρικτών τους όποτε η πολιτική τους

γραμμή το απαιτούσε; Μήπως αυτός ο λαός δεν στάθηκε η μεγάλη ασπίδα του Ανδρέα

Παπανδρέου που όχι μόνο τον αθώωσε αλλά και αρνήθηκε να τον κρίνει για το

σκάνδαλο Κοσκωτά;

Ας είμαστε ειλικρινείς: ανησυχούσε για τις σχέσεις των πολιτικών μας επειδή

πιστεύουμε ότι είναι κοινοί και ασήμαντοι άνθρωποι που βρέθηκαν σε υψηλές

θέσεις. Δεν είναι οι σχέσεις τους που μας κάνουν να τους υποπτευόμαστε, αλλά

το ότι δεν τους εκτιμούμε μάς κάνει και υποψιαζόμαστε ακόμη και τις σχέσεις

τους.

Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι ποια δύναμη έχει η «διαπλοκή» αλλά πώς μπορεί ένας

πολιτικός να ορθώσει πειστικά ηγετικό ανάστημα σε μια κοινωνία απολιτική,

χωρίς ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Πώς μπορεί ένας στρατηγικός νους να δείξει

το μέγεθός του όταν το μόνο που μπορεί να σχεδιάσει είναι περιπολίες;

Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση μπροστά μας: να φέρουμε τα προβλήματα πίσω

στα χέρια της πολιτικής, ώστε να φέρουμε την πολιτική πίσω στην κοινωνία. Σαν

σκέψη και προβληματική, σαν επιλογή και λύση. Έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε

κατά συνέπεια και για πολιτική συνείδηση της κοινωνίας, η οποία, με τον τρόπο

που προσεγγίζει, σχολιάζει και χαρακτηρίζει σήμερα τα φαινόμενα της

συμπεριφοράς των πολιτικών προσώπων, μόνο πολιτική συνείδηση δεν φανερώνει.

Ο Σωτήρης Μ. Τζούμας είναι εκπρόσωπος Γραφείου Τύπου της Αρχιεπισκοπής.