Κηδεία στρατιωτών. Δεν αποτελούν πλέον είδηση οι θάνατοι Ρώσων στρατιωτών

στην Τσετσενία. Η φωτογραφία από νεκροταφείο 50 χλμ από τη Μόσχα, όπου την

Πέμπτη κηδεύτηκαν 40 Ρώσοι στρατιώτες

΄Ηταν πριν από δέκα μήνες όταν Ρώσοι στρατηγοί και πολιτικοί προέβλεπαν

«γρήγορο τέλος» του πολέμου στην Τσετσενία. Η αποκαλούμενη «τελική φάση»

άρχισε τον Μάρτιο. Για το Κρεμλίνο, με τον νεοεκλεγέντα τότε πρόεδρο Βλαντιμίρ

Πούτιν, επίσημα τουλάχιστον, ήταν ζήτημα χρόνου. «Ο πόλεμος τέλειωσε», έλεγαν,

το πιθανότερο για εσωτερική και διεθνή κατανάλωση. Κανείς όμως δεν είπε ποιος

έχασε. Και κανείς, όπως φαίνεται, δεν έπεισε τους Τσετσένους αντάρτες.

Απλούστατα, γιατί ο πόλεμος συνεχιζόταν.

Οι πρώτες νίκες των Ρώσων στον δεύτερο πόλεμο στην Τσετσενία γύρισαν

μπούμερανγκ. Στο αντάρτικο οι Τσετσένοι τα πήγαιναν καλύτερα. Ήξεραν καλύτερα

από τον καθένα την περιοχή και τα πετυχημένα χνάρια από τον προηγούμενο διετή

πόλεμο (1994-1996) ήταν ακόμη νωπά. Σήμερα, στη διαλυμένη πρωτεύουσα Γκρόζνι η

Ρωσία συνεχίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της εναντίον των Τσετσένων

ανταρτών που επιδιώκουν ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Οι στρατηγοί που προμήνυαν

τέλος λένε τώρα ότι η περιοχή αυτή τελεί υπό τον έλεγχό τους, όμως σχεδόν

καθημερινά υπάρχουν αναφορές για ενέδρες των ανταρτών και νεκρούς στρατιώτες,

είτε από τις επιθέσεις που δέχονται είτε από νάρκες. Ολόκληρη η πόλη έχει την

εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου. Ισοπεδωμένα κτίρια, ναρκοπαγίδες,

μισογκρεμισμένα σπίτια – ιδανικά φρούρια για ελεύθερους σκοπευτές. Οι

περιπολίες δεν γίνονται πεζή και τη νύχτα δεν γίνονται καθόλου. Μόνο κατ’

όνομα ελέγχεται το Γκρόζνι. Και ολόκληρη η Τσετσενία παραδίδεται σε έναν

πόλεμο φθοράς.

«Δεν είναι ένας πόλεμος με την καρδιά ή το μυαλό. Στόχος είναι να λυγίσουν από

φόβο στην υποταγή και αυτό δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα», επισημαίνει ο

απεσταλμένος του BBC στην Τσετσενία Ρομπ Πάρσονς. Σύμφωνα με κάποιες

πληροφορίες ­ δύσκολα επιβεβαιώνεται ό,τι κυκλοφορεί εν καιρώ πολέμου ­, οι

Ρώσοι στρατιώτες που πεθαίνουν κάθε εβδομάδα εκεί φθάνουν τους 30.

Η Γκαλίνα Σεβρούν, όμως, από την οργάνωση Μητέρες των Στρατιωτών και η οποία

διατηρεί επαφή με τις οικογένειες των στρατιωτών που έχουν σταλεί στην

Τσετσενία ανεβάζει τον αριθμό των θυμάτων για τη ρωσική πλευρά: «Διπλασιάζουμε

τα νούμερα που δημοσιεύονται. Και πρόκειται για τους πλέον συντηρητικούς

υπολογισμούς». «Δεν θα τελειώσει ποτέ για τους Ρώσους. Το αντάρτικο

συνεχίζεται», λέει ένας κάτοικος της ρημαγμένης πρωτεύουσας.

Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν

Ένα από τα πλεονεκτήματα των Τσετσένων ανταρτών είναι ότι οι μέθοδοί τους δεν

τους κοστίζουν αρκετά. Πολλά από τα όπλα τους προέρχονται από τις βάσεις που

εγκατέλειψε ο ρωσικός στρατός το 1992. Άλλα είναι «εισαγόμενα» από το

Αφγανιστάν. Με το μέτωπο της Τσετσενίας έχει συνδεθεί πολλές φορές και το

όνομα του Σαουδάραβα δισεκατομμυριούχου Οσάμα Μπιν Λάντεν. Εκτιμάται ότι

εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις, κάποιες από τις οποίες έχουν κηρύξει jihad

­ ιερό πόλεμο ­ κατά της Ρωσίας, έχουν ενισχύσει με δεκάδες εκατομμύρια

δολάρια τους αντάρτες. Ο σεΐχης Μπακρί Μοχάμεντ από το Λονδίνο λέει ότι οι

υποστηρικτές του στη Βρετανία δεν είναι οι μόνοι που έστειλαν χρήματα και

εθελοντές στην Τσετσενία.

Οι Ρώσοι στρατιώτες αισθάνονται απομονωμένοι και μισητοί. Μόνοι φίλοι τους οι

«καθαρόαιμοι» Ρώσοι του Γκρόζνι και οι λίγοι ηλικιωμένοι που δεν μπόρεσαν να

διαφύγουν και επέζησαν των διώξεων από τους Τσετσένους αντάρτες. Η Ναταλία

Ντεμίτροβνα είναι συνταξιούχος. Περνάει τις ώρες της στη ρωσική ορθόδοξη

εκκλησία. Τα βάσανα, λέει, είναι η τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες των

ανθρώπων. «Οι στρατιώτες μοιράζονται μαζί μας το φαγητό τους. Ταΐζουν τους

μεγαλύτερους, σαν και εμένα, και όταν είναι εδώ παίρνω τη σύνταξή μου». Δεν

επικρίνει τους Τσετσένους, όμως ο φόβος είναι χαραγμένος στο πρόσωπό της. Αν

φύγουν οι Ρώσοι, θα είναι εύκολος στόχος. Γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές

έχουν εγκλωβιστεί σε έναν κύκλο βίας και αμοιβαίας εχθρότητας, όπου κανένα

σημάδι τερματισμού δεν είναι εμφανές. Όπως γεγονός είναι ότι η μαχητικότητα

και η ενεργητικότητα φαίνεται να εκλείπει πλέον από τη ρωσική στρατιωτική

εκστρατεία. Όμως, η Μόσχα δεν μπορεί να δεχθεί την ταπείνωση της αποχώρησης.

Όχι για δεύτερη φορά.

Το αποσχιστικό κίνημα βρήκε πρόσφορο έδαφος ύστερα από την πτώση του

κομμουνισμού. Η Τσετσενία διακήρυξε ανεξαρτησία στις 2 Νοεμβρίου του 1991. Τον

Μάρτιο του επόμενου έτους υιοθέτησε σύνταγμα όπου ορίστηκε η «Δημοκρατία της

Τσετσενίας» ανεξάρτητο κράτος, με πρόεδρο και Κοινοβούλιο. Το 1994 η Ρωσία

έστειλε τα στρατεύματά της στην περιοχή για να συντρίψει το κίνημα

ανεξαρτησίας του Τζοχάρ Ντουντάγιεφ.

Δύο λόγοι

«Δύο είναι οι λόγοι για τους δύο πολέμους της Ρωσίας στην Τσετσενία»,

υποστηρίζει ο Τσετσένος αξιωματούχος Ασλαμπέκ Καντίεφ. «Στρατηγικός στόχος της

Ρωσίας είναι η διατήρηση του ελέγχου των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου στον

Καύκασο και των πετρελαιαγωγών που διασχίζουν την περιοχή. Πολιτικός στόχος

τού τότε προέδρου Μπορίς Γέλτσιν ­ την πρώτη φορά ­ ήταν η ενίσχυση της

κλονισμένης δημοτικότητάς του εν όψει των εκλογών του 1996. Κύριος στόχος του

δεύτερου πολέμου ήταν η εδραίωση του Βλαντιμίρ Πούτιν στην προεδρία».

Το 1996 οι νεαροί Ρώσοι, καταρρακωμένοι από τις απώλειες και την ήττα,

αποσύρονταν ταπεινωμένοι από την Τσετσενία. Ο Γέλτσιν παραδέχθηκε ότι η

εισβολή στην περιοχή «ίσως ήταν λάθος μας».