΄Ηταν μια ζεστή νύχτα λίγο πριν από τις Ευρωεκλογές του 1999. Στην άσφαλτο του

αεροδρομίου της Καλαμάτας στεκόταν ο κ. Κ. Σημίτης μαζί με υπουργούς και

συνεργάτες του. Μπροστά τους ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας με τα

φώτα σβηστά. Ο Πρωθυπουργός, επικεφαλής κυβερνητικού κλιμακίου, είχε φθάσει το

απόγευμα στην Καλαμάτα με ειδική πτήση της Ολυμπιακής στο πλαίσιο της

προεκλογικής περιόδου. Τώρα η συγκέντρωση είχε τελειώσει, η ώρα ήταν 9.30, το

αεροπλάνο έπρεπε, σύμφωνα με το πρόγραμμα, να αναχωρήσει για την Αθήνα στις

10, όμως το πλήρωμα ήταν άφαντο. «Είχαμε σταθεί άναυδοι και περιμέναμε», λέει

ένας από τους συνεργάτες του Πρωθυπουργού, «ώσπου εμφανίστηκαν κάποια στιγμή

πιλότοι και αεροσυνοδοί, λέγοντας πως είχαν μπλοκαριστεί στην κυκλοφοριακή

συμφόρηση, η οποία είχε προκληθεί από την προεκλογική συγκέντρωση».

Η ιστορία αυτή, που εικονογραφεί ένα από τα «παθήματα» του κ. Σημίτη ως

επιβάτη της Ολυμπιακής, υποδεικνύει ότι ο Πρωθυπουργός έχει, όπως λέγεται,

«προσωπική αντίληψη» της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ολυμπιακή

Αεροπορία. Έχει δηλαδή και ο ίδιος υποστεί καθυστερήσεις και ταλαιπωρίες όπως

και αρκετοί ανώνυμοι επιβάτες της. Το περιστατικό είναι δημοσιογραφικώς

επίκαιρο, γιατί η εξυγίανση του εθνικού αερομεταφορέα αποτελεί μια από τις

βασικές και άμεσες προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής για τις επόμενες

εβδομάδες. Το επανέλαβε και δημοσίως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του

στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο την περασμένη Τρίτη το βράδυ, μιλώντας για

«επίσπευση των διαδικασιών». Στην ουσία, η Ολυμπιακή οδεύει ταχύτατα προς

ιδιωτικοποίηση. Ήδη δημοσιεύεται η πρόσκληση υποβολής ενδιαφέροντος προς

υποψήφιους αγοραστές και η κυβέρνηση φιλοδοξεί να έχει κλείσει «οριστικά» το

θέμα ως τον Φεβρουάριο του 2001.

Γιατί έφθασαν τα πράγματα στο σημείο αυτό; Διότι το φάσμα της χρεοκοπίας

πλανάται πάνω από το Ελληνικό. Την κατάσταση συνοψίζει με δραματικό τρόπο η

τετρασέλιδη απάντηση του υπουργού Μεταφορών κ. Χρ. Βερελή προς 61 βουλευτές

του ΠΑΣΟΚ που αγωνιούν για την προοπτική λειτουργίας και βιωσιμότητας της

Ο.Α., καθώς και για το μέλλον των εργαζομένων. Μέχρι τέλους του χρόνου, η

Ολυμπιακή θα έχει συσσωρευμένο χρέος της τάξεως των 75 δισ. δρχ., ενώ φαίνεται

ότι θα έχει και οξύ ταμειακό πρόβλημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τρέχουσες

λειτουργικές δαπάνες. Ακόμη και αν η ελληνική κυβέρνηση ελάμβανε την πολιτική

απόφαση να παρέμβει οικονομικά, αδυνατεί να το πράξει, γιατί το απαγορεύει η

οδηγία περί ανταγωνισμού στις αερομεταφορές της Ε.Ε. Σχετική δέσμευση είχε

αναλάβει, άλλωστε, η Αθήνα απέναντι στις Βρυξέλλες κατά το τελευταίο πρόγραμμα

εξυγίανσης της Ο.Α. Έτσι, η κυβέρνηση του κ. Σημίτη δεν έχει άλλη επιλογή από

το να πουλήσει το 51%-65% της εταιρείας σε Έλληνες ή ξένους ενδιαφερόμενους,

αφού δεν υπάρχει ενδιαφέρον για μειοψηφικό πακέτο.

Συμβολική σύγκρουση

Γιατί έχει τόσο μεγάλη πολιτική σημασία η Ολυμπιακή Αεροπορία; «Γιατί η

ιδιωτικοποίησή της θα λειτουργήσει ως σύμβολο της αποφασιστικότητας της

ελληνικής κυβέρνησης να εξυγιάνει τον δημόσιο τομέα και να προχωρήσει στις

πολυδιαφημισμένες διαρθρωτικές αλλαγές». Η παρατήρηση ανήκει σε μια αναλύτρια

μεγάλου οίκου επενδύσεων με έδρα το Λονδίνο. Η εν λόγω κυρία είχε επισκεφθεί

προεκλογικά την Αθήνα, ώστε να πληροφορηθεί από πρώτο χέρι τι θα γινόταν μετά

τις 9 Απριλίου και να κάνει τις εισηγήσεις της. Έξι μήνες αργότερα παραδέχεται

σε τηλεφωνική συνομιλία ότι «δεν παρακολουθεί καν» τι συμβαίνει στην Ελλάδα ­

διότι θεωρεί ότι «δεν γίνεται τίποτε». «Οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν έχουν

ξεκινήσει αν και κάτι κινείται στο εργασιακό», λέει. «Ωστόσο», προσθέτει, «οι

χρηματαγορές απαιτούν πολύ περισσότερα» για να πειστούν ότι η κυβέρνηση Σημίτη

είναι διατεθειμένη να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή, ο αποφασιστικός χειρισμός των προβλημάτων της

Ολυμπιακής και η επιτυχής πώλησή της μπορεί να είναι «η σπίθα που θα βάλει

μπροστά» το κυβερνητικό πρόγραμμα για διαρθρωτικές αλλαγές και θα

«δημιουργήσει ρεύμα». Άλλωστε, η οικονομία είναι πολλές φορές θέμα ψυχολογίας.

Το τεστ είναι κρίσιμο, διότι τόσο η κυβέρνηση όσο και οι ξένοι παρατηρητές

φαίνονται να συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι, δεδομένων των δυσλειτουργιών της

Ολυμπιακής, η κοινή γνώμη είναι θετική απέναντι στην ιδιωτικοποίησή της.

Κοινώς, «το πρόβλημα είναι πλέον κάτι περισσότερο από ώριμο για λύση», αν και

ο χειριστής του θα πρέπει να διαθέτει και επιχειρηματική τεχνογνωσία αλλά και

πολιτικό ένστικτο. Από το υπουργείο Μεταφορών δεν απουσιάζει ένας αέρας

αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας, ενώ συνεργάτες του υπουργού επαίρονται για την

ταχεία διεκπεραίωση της απελευθέρωσης της αγοράς των τηλεπικοινωνιών. «Οι

άδειες σταθερής ασύρματης τηλεφωνίας δόθηκαν ήδη και από 1ης Ιανουαρίου του

2001 αρχίζει η προσφορά υπηρεσιών στον Έλληνα καταναλωτή», λέγεται. «Όλοι

μιλούν για διαρθρωτικές αλλαγές ­ πότε άλλοτε όμως έχει γίνει αυτό τόσο

γρήγορα;», ερωτάται χαρακτηριστικά.

Η νερωμένη βυσσινάδα

Αν όμως στη σταθερή ασύρματη τηλεφωνία ο κ. Βερελής είχε να λύσει φιλοσοφικές

διαφορές για την απελευθέρωση των αγορών με τον φίλο και ομοϊδεάτη

εκσυγχρονιστή κ. Ν. Χριστοδουλάκη, στην περίπτωση της Ολυμπιακής τα πράγματα

είναι διαφορετικά. Ο υπουργός Μεταφορών θα πρέπει να κινηθεί με ευελιξία σε

μια σύγκρουση που φέρνει το «νέο ΠΑΣΟΚ» των εκσυγχρονιστών αντιμέτωπο με το

«παλαιό ΠΑΣΟΚ» των συνδικάτων. Πρόκειται για μια κλασική αναμέτρηση που

κρατάει χρόνια ­ και, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι τώρα το παλαιό ΠΑΣΟΚ

την κερδίζει σταθερά. Οι υπουργοί Μεταφορών ενδιαφέρονταν να βάλουν το

«μαχαίρι στο κόκαλο» της Ολυμπιακής τουλάχιστον από το 1994, όταν πέρασε για

λίγο από τη θέση ο κ. Θ. Πάγκαλος, εκφράζοντας ανάλογη πρόθεση. Σύντομο ήταν

και το πέρασμα του κ. Ευ. Βενιζέλου. Η θητεία τους στο υπουργείο Μεταφορών

επιφύλαξε πικρίες και στους κ.κ. Χ. Καστανίδη και Τ. Μαντέλη. Μάλιστα, επί

υπουργίας του τελευταίου το 1998, η κυβέρνηση του κ. Κ. Σημίτη πέρασε τις

χειρότερες κοινοβουλευτικές στιγμές εξαιτίας της Ολυμπιακής. Τα υπουργικά

αυτοκίνητα συνωστίζονταν κάθε βράδυ έξω από τη Βουλή μπροστά στα ανθοπωλεία

μεταφέροντας στελέχη της κυβέρνησης για τις ονομαστικές ψηφοφορίες, ενώ, εντός

του κτιρίου, ο κ. Γ. Πασχαλίδης, υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ τότε, έβλεπε

τους βουλευτές έναν έναν στα έδρανα, στο κυλικείο ή στο γραφείο του. Το

νομοσχέδιο πέρασε, ενεπλάκη στο θέμα και ο πρόεδρος της Βουλής κ. Απ.

Κακλαμάνης, αλλά, μπρος στην επιμονή τής τότε εσωκομματικής αντιπολίτευσης, «η

βυσσινάδα αραίωσε τόσο που έγινε νερό». Συνεργάτες του Πρωθυπουργού

επισημαίνουν ότι «ο κ. Σημίτης έχει μετανιώσει για πολύ λίγα εξ όσων έγιναν

κατά την πρώτη τετραετία», αλλά η κοινοβουλευτική υποχώρηση της κυβέρνησης για

το θέμα της Ολυμπιακής είναι σίγουρα ένα από αυτά: ο Πρωθυπουργός θεωρεί ότι η

κυβέρνηση θα έπρεπε να είχε προχωρήσει. Σε επίπεδο «πρωτοκλασάτων», ούτε το

Μέγαρο Μαξίμου ούτε το υπουργείο Μεταφορών διαβλέπουν προβλήματα, ενώ πολύ

καλή είναι η συνεργασία του κ. Βερελή με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας κ. Ι.

Παπαντωνίου. Στην πραγματικότητα, το υπουργείο Μεταφορών απασχολείται κυρίως

με μια σειρά από λεπτά ζητήματα που αφορούν στο θέμα της ιδιωτικοποίησης της

Ολυμπιακής. Το γεγονός ότι δεν έχουν όλες οι δραστηριότητες ή οι πτυχές της

εταιρείας την ίδια προοπτική κερδοφορίας, μπορεί να κάνει συγκεκριμένους

αγοραστές να ενδιαφερθούν για συγκεκριμένα μόνο κομμάτια, προωθώντας τον

κατακερματισμό της. Τούτο είναι ανεπίτρεπτο για το υπουργείο που «δεν

πρόκειται», όπως λέγεται, «να αποδεχθεί τη λογική του σούπερ – μάρκετ». Ο κ.

Βερελής θα αναμείνει την έκφραση ενδιαφέροντος και την υποβολή business plans

για να αξιολογήσει τις προτάσεις για την προοπτική της εταιρείας. Αν κάποιοι

ανησυχούν για την «κλαδική των αεροσυνοδών», στο υπουργείο ανησυχούν

περισσότερο για τις διεθνείς εξελίξεις στον κλάδο των αερομεταφορών, όπου ο

ανταγωνισμός είναι σκληρός και τα περιθώρια κερδοφορίας μειωμένα. Ένα τέτοιο

διεθνές περιβάλλον σαφώς επηρεάζει τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της

Ολυμπιακής και τις προσφορές. Ενδιαφέρον ερώτημα είναι επίσης το αν θα

προσέλθουν ως αγοραστές ξένες εταιρείες ή Έλληνες επιχειρηματίες,

«γοητευμένοι», όπως λέγεται, «από το πρότυπο του Ωνάση».

Η κλαδική των αεροσυνοδών

Στο θέμα της Ολυμπιακής, οι εκσυγχρονιστές έχουν να αντιμετωπίσουν τη λεγόμενη

«κλαδική των αεροσυνοδών». Οι δεσμοί ανάμεσα στα συνδικαλιστικά όργανα της

Ολυμπιακής και την Β’ Αθηνών ανήκουν, ομολογουμένως, στην ΠΑΣΟΚική μυθολογία.

Οι αρκετές χιλιάδες των εργαζομένων στην εταιρεία κατοικούν στην ευρύτερη

περιφέρεια της Αθήνας, λέγεται, και η ψήφος τους «φτιάχνει ή καταστρέφει

πολιτικές καριέρες». Αν και κάποιοι αμφισβητούν την πραγματικότητά της, η

συλλογιστική αυτή δεν αφήνει ανεπηρέαστους όλους όσους πολιτεύονται στην Β’

Αθηνών.

Προσεκτική ανάγνωση του καταλόγου των 61 που υπέγραψαν την ερώτηση στη Βουλή

αποκαλύπτει κάποιους από την Β’Αθηνών. Τι συμβαίνει, όμως, με τους άλλους;

Κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται ότι «πρόκειται για ετερόκλητο μωσαϊκό». Οι

ερμηνείες είναι πολλές. Άλλοι μιλούν για «ξεκάρφωμα», υπό την έννοια ότι «οι

εκλεγόμενοι στην Β’ Αθηνών προσείλκυσαν και άλλους για να μην εκτίθενται οι

ίδιοι». Άλλοι το βλέπουν ως «συνύπαρξη ευκαιρίας: άλλοι εμπλέκονται

παραδοσιακά στο θέμα της Ολυμπιακής, άλλοι θέλουν «να την σπάσουν» στην

κυβέρνηση και άλλοι στον Βερελή».

Το πώς θα λειτουργήσουν πολιτικά αυτήν τη φορά τα πράγματα, είναι ένα ερώτημα.

Οι υπογράφοντες βουλευτές ενδιαφέρονται κυρίως για την τύχη των εργαζομένων ­

πράγμα που εξηγεί και την ύπαρξη και υποστηρικτών τής κυβέρνησης μεταξύ των

61. Την εργασία έσπευσε, άλλωστε, να εγγυηθεί και ο κ. Βερελής, επισημαίνοντας

ότι «στόχος και προσπάθεια της κυβέρνησης είναι η μείωση της ανεργίας», ενώ

χαρακτηρίζεται ως «εξαιρετικά δυσάρεστη η όποια προοπτική απώλειας θέσεων

εργασίας είτε στον ιδιωτικό είτε στον δημόσιο τομέα». Στην περίπτωση της

Ολυμπιακής, αν κριθεί απαραίτητη η όποια μείωση ειδικών κατηγοριών προσωπικού,

«το προσωπικό αυτό δεν θα απολέσει την εργασία και θα του δοθεί η ευκαιρία

μεταπήδησης σε άλλη θέση με μετάταξη, ενώ θα μελετηθούν και τρόποι

οικειοθελούς αποχώρησης».

Κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται ότι ο ρόλος των εργαζομένων είναι κρίσιμος,

εκτιμώντας πως αυτοί έχουν αντιληφθεί ότι τα πράγματα έχουν φθάσει στα όρια,

«και αν η Ολυμπιακή δεν πουληθεί, μπορεί να κλείσει και να μείνουν χωρίς

δουλειά».

Σύμφωνα με τη λογική αυτή, «η ιδιωτικοποίηση ισούται με εγγύηση απασχόλησης».

Ένα ενδιαφέρον πολιτικό σενάριο είναι επίσης ότι μια σύμβαση πώλησης μεταξύ

του ελληνικού Δημοσίου και Έλληνα ή ξένου αγοραστή δεν είναι υποχρεωτικό να

κυρωθεί από τη Βουλή. Σημαίνει τούτο, ότι η Βουλή μπορεί να παρακαμφθεί; Το

πιθανότερο είναι πως όχι, αφού επιμέρους θέματα κανονισμών εργασίας ή

μετατάξεων ενδέχεται να πρέπει να ρυθμισθούν με νόμο.

Τι θα γίνει τότε; Κάποιοι λένε ότι «και δέκα να μείνουμε, θα την κάνουμε τη

ζημιά», αν και δεν είναι βέβαιο ότι η αποφασιστικότητα αυτή θα διατηρηθεί

μέχρι τέλους.

Το ερώτημα είναι αν η Ολυμπιακή θα αποτελέσει την αφορμή για να ανασυσταθεί η

εσωκομματική αντιπολίτευση στη Βουλή ή αν η ερώτηση των 61 ήταν προπέτασμα

καπνού, για να τηρηθούν τα προσχήματα.