Αν και βρίσκεται στην Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια, ο Νίκολας Μπερνς δεν έχει

χάσει την ικανότητά του να προκαλεί αντιδράσεις. Αυτή τη φορά το ερώτημα είναι

γιατί αποφάσισε να υποδείξει δημοσίως ­ και μάλιστα με τρόπο που θεωρήθηκε

άκομψος ­ προς την ελληνική κυβέρνηση να προτιμήσει το αμερικανικό αεροσκάφος

JSF αντί του ευρωπαϊκού Eurofighter.

Ορισμένοι κακεντρεχείς έσπευσαν να αποδώσουν το ολίσθημα σε… ξενύχτι. Την

προηγουμένη της παρέμβασής του ο Αμερικανός πρέσβης είχε απολαύσει ώς αργά τον

Σάκη Ρουβά και τον Αντώνη Ρέμο, συμμετέχοντας σε μεταμεσονύκτια έξοδο που

πραγματοποίησαν αρκετοί από τους ομιλητές στο συνέδριο του Ιδρύματος Κόκκαλη

για τον νέο γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση πήρε πάντως την παρατήρηση του πρέσβη στα σοβαρά και την

αποδοκίμασε δημόσια, θεωρώντας την πρωτοφανή. Απαντώντας σε ερώτηση, ο κ.Δ.

Ρέππας δήλωσε χθες ότι «το να εμφανίζεται ένας διπλωμάτης με τρόπο τέτοιο,

οδηγεί σε πολλά προβλήματα, μπορεί να δημιουργήσει παρεξήγηση» και είναι

γενικώς δυσάρεστο. Πολιτικοί κύκλοι που προσπαθούσαν χθες να ερμηνεύσουν τα

λεγόμενα του κ. Μπερνς προβληματίζονταν για το αν ο Αμερικανός πρέσβης «ήθελε

να δώσει ένα μήνυμα στην Ελλάδα». Αν όμως συμβαίνει αυτό, τότε γιατί να μην

επιλέξει τη διπλωματική οδό; Μία εξήγηση έχει ίσως να κάνει με την τακτική του

κ. Σημίτη να παραπέμπονται οι πρέσβεις ξένων χωρών στους αρμόδιους κατά

περίπτωση υπουργούς. Έτσι, ο Αμερικανός πρέσβης επικοινωνεί μεν συχνά με τους

υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, βρίσκεται όμως σε απόσταση από το Μέγαρο

Μαξίμου όπου συχνά λαμβάνονται οι τελικές και κρίσιμες αποφάσεις. Σύμφωνα με

αυτή την εκδοχή, ο κ. Μπερνς επέλεξε την «επικοινωνία με μεγάφωνο τον Τύπο και

τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα» που, όπως αναμενόταν, κάλυψαν εκτενώς το θέμα. Ο

θόρυβος που δημιουργήθηκε, ωστόσο, δυσκολεύει την επίτευξη των στόχων του.

Εξοπλισμοί σε… πακέτο

Στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών με γνώση των αμερικανικών πραγμάτων βλέπουν

το ζήτημα διαφορετικά. Υποστηρίζουν ότι η δημόσια σύσταση του κ. Μπερνς προς

την Ελλάδα να προτιμήσει όπλα με προέλευση τις ΗΠΑ στοχεύει μάλλον στο

αμερικανικό ακροατήριο. «Η θητεία του πρέσβη στην Αθήνα λήγει το αργότερο τον

Αύγουστο του 2001», λέγεται. Αν εκλεγεί ο Μπους Τζούνιορ, δεν είναι βέβαιο ότι

το επόμενο πόστο του κ. Μπερνς θα έχει χαρακτήρα προαγωγής, ικανοποιώντας τις

φιλοδοξίες του. Ο κ. Μπερνς είχε μεν υψηλές θέσεις και επί προεδρίας του

πατέρα Μπους, αλλά η θητεία του ως εκπροσώπου Τύπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ επί

Κλίντον δυσκολεύει κάπως τα πράγματα. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται να

επιχειρήσει πολιτική καριέρα στη Μασαχουσέτη, καθώς έχει και μεγάλη άνεση στην

επικοινωνία.

Η αλήθεια είναι ότι η πιθανότητα αυτή συζητείται ευρέως σε πολιτικούς και

δημοσιογραφικούς κύκλους της Βοστώνης, όπου ο κ. Μπερνς είναι ιδιαίτερα

δημοφιλής. Σε μια τέτοια περίπτωση, πάντως, ο κ. Μπερνς θα χρειαστεί τη

χορηγία μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους

υποψήφιους στην Αμερική. Το να έχει εξασφαλίσει, ή έστω να έχει δημοσίως

διεκδικήσει, μεγάλα συμβόλαια για αμερικανικές εταιρείες ως πρέσβης είναι κάτι

που σαφώς θα εκτιμηθεί ­ ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία η αμερικανική

βιομηχανία έχει μεγάλη ανάγκη από εξαγωγές.

Τι λέει για όλα αυτά ο ίδιος ο πρέσβης; Πηγές της αμερικανικής πρεσβείας

επισημαίνουν ότι ο κ. Μπερνς έκανε απλώς μια παρατήρηση για το Eurofighter και

ότι το θέμα έλαβε διαστάσεις που δεν του αρμόζουν. Αρνητική είναι επίσης η

αντίδραση στα περί μελλοντικής πολιτικής καριέρας του πρέσβη στη Μασαχουσέτη.

Αντιθέτως, λέγεται ότι η προώθηση της αμερικανικής βιομηχανίας είναι μέρος του

ρόλου του κ. Μπερνς, ο οποίος αποδίδει μεγάλη σημασία στην οικονομική

διπλωματία. Αυτό ήταν σαφές από την αρχή της θητείας του και τις πρώτες

δημόσιες ομιλίες του στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, «δεν είπε κάτι

καινούργιο». Η προμήθεια αεροσκαφών είναι κομμάτι του ευρύτερου «εμπορικού

πακέτου» που διεκδικούν οι Αμερικανοί από τους εξοπλισμούς ώς την Ολυμπιάδα

του 2004. Επ’ αυτού αξίζει να σημειωθεί ότι ένα εκτενές κομμάτι που είχε

δημοσιευθεί στο περιοδικό της κυριακάτικης έκδοσης της εφημερίδας «Boston

Globe» για τη θητεία του κ. Μπερνς στην Αθήνα έφερε τον τίτλο: «Ο Αμερικανός

πλασιέ».

Βεβαίως, ο κ. Μπερνς δεν είναι ο μόνος «πρέσβης πλασιέ». Γερμανοί, Βρετανοί,

Γάλλοι, Ισραηλινοί, ακόμη και Ισπανοί διπλωμάτες στην Αθήνα ιδρώνουν για να

εξασφαλίσουν κομμάτια, φέτες ή έστω ψίχουλα από την πίτα του ελληνικού

εξοπλιστικού προγράμματος, που θα φθάσει τα 8 τρισ. δρχ. τα επόμενα χρόνια.

Είναι αυτονόητο ότι οι εξοπλισμοί βελτιώνουν την αμυντική ικανότητα της

χώρας. Έχουν όμως και μιαν άλλη διάσταση. Αν και κανένας στην ελληνική

κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να το παραδεχθεί, δεν είναι λίγοι οι ξένοι

διπλωμάτες που βλέπουν στο πολύπλευρο εξοπλιστικό πρόγραμμα έναν τρόπο να

ενισχύει η Ελλάδα τη διαπραγματευτική θέση της σε διμερή και άλλα θέματα.

Κλασικό παράδειγμα η αγορά των αρμάτων μάχης. «Η βρετανική αντίδραση»,

υποστηρίζεται κυνικά, «μετά τη δολοφονία του Στίβεν Σόντερς, θα ήταν

σκληρότερη, αν δεν ενδιαφερόταν το Λονδίνο να πουλήσει στην Ελλάδα το άρμα

Τσάλεντζερ», από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση της εταιρείας

παραγωγής Βίκερς. Αντιστοίχως, «σε ποικίλες διαπραγματεύσεις στα ευρωπαϊκά

όργανα, το Βερολίνο δεν ξεχνά ότι η Αθήνα δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα

αγοράσει τα τανκς Λέοπαρντ». Ακόμη και ο κ. Μπερνς, στην πολυσυζητημένη

παρέμβασή του υπέρ της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας, δεν λησμόνησε να

επαινέσει τα αμερικάνικα άρματα Άμπραμς. Όπως λέει ένας δυτικός διπλωμάτης

στην Αθήνα, «σας κοστίζει κάτι παραπάνω και δεν το αναφέρετε ποτέ ρητά, αλλά

τα εξοπλιστικά είναι ένα έξτρα διαπραγματευτικό χαρτί που έχετε στο τραπέζι ­

γι’ αυτό η Ελλάδα δεν βιάζεται να καταλήξει σε αποφάσεις».