Τις μέρες αυτές συζητείται από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η

αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων που αφορούν στη δικαστική λειτουργία.

Ανάμεσα στα άλλα, έχει προταθεί η τροποποίηση του άρθρου 95 με προσανατολισμό

την σε πρώτο βαθμό επίλυση όλων των διοικητικών διαφορών από τα Διοικητικά

Εφετεία ή Πρωτοδικεία, πλην εκείνων των περιπτώσεων που λόγω της σοβαρότητάς

τους θα υπαχθούν με νόμο απευθείας στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της

Επικρατείας.

Όμως, η επιχειρούμενη αυτή αναθεώρηση ενέχει κινδύνους για την αποτελεσματική

λειτουργία του κράτους δικαίου. Ειδικότερα, η διαφαινόμενη αποδυνάμωση του

ρόλου του Συμβουλίου της Επικρατείας στον χώρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης

εκτιμάται ότι θα συρρικνώσει τη δικαστική προστασία του πολίτη απέναντι στην

κρατική εξουσία. Κατ’ αρχήν, κάθε συζήτηση για το ζήτημα αυτό θα πρέπει να

τίθεται σε ρεαλιστική βάση.

Η τροποποίηση οργανωτικών διατάξεων πρέπει να καθοδηγείται από ακριβή γνώση

της πραγματικής λειτουργίας και του ιστορικού ρόλου των πολιτειακών θεσμών.

Υπό το πρίσμα αυτό, αναμένεται ότι ο πολλαπλασιασμός των ενδιαμέσων βαθμών

κρίσεως (Πρωτοδικείο και Εφετείο) θα αυξήσει τον χρόνο αμετάκλητης επίλυσης

των διαφορών, καθώς και τα δικαστικά έξοδα που θα επωμίζεται ο πολίτης.

Περαιτέρω, ο πολλαπλασιασμός αυτός δεν θα αυξήσει την πιθανότητα επίτευξης

ορθών λύσεων. Αντίθετα, η υπόθεση συχνά δεν θα άγεται ενώπιον του Συμβουλίου

της Επικρατείας ή, όταν θα συμβαίνει αυτό, θα έχει ήδη εκλείψει το αντικείμενό

της (π.χ. θα έχει εκτελεστεί η προσβληθείσα πράξη). Στις περιπτώσεις αυτές ο

πολίτης θα στερείται την κρίση ενός Σώματος που διαθέτει συσσωρευμένη

τεχνογνωσία, δοκιμασμένο φρόνημα, και εξαιρετική υποδομή. Θα μπορούσε ασφαλώς

να υποστηριχθεί ότι είναι καιρός να αποκτήσουν τα γνωρίσματα αυτά και τα

τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

Φρονώ όμως ότι είναι εξωπραγματικό να περιμένει κανείς ότι τα Πρωτοδικεία μας

θα στελεχώνονται αποκλειστικά από δικαστές με δικαστική πείρα άνω των είκοσι

ετών, οι οποίοι δεν θα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μεταθέσεως και θα έχουν στη

διάθεσή τους διπλάσιο αριθμό συνεργατών (εισηγητών και παρέδρων), όπως γίνεται

με το Συμβούλιο.

Ας υποθέσουμε όμως ότι κάποιος επωμίζεται το κόστος, υπομένει τη χρονική

καθυστέρηση και παρουσιάζει το αίτημά του ενώπιον του Συμβουλίου. Δεν είναι

προς όφελός του ότι θα έχουν εξετάσει την υπόθεσή του περισσότερα μάτια; Κατά

τη γνώμη μου, ελάχιστα. Σημασία δεν έχει πόσα μάτια βλέπουν μια υπόθεση.

Σημασία έχει πόσο έμπειρο είναι το τελευταίο μάτι. Διότι ο τελευταίος δικαστής

είναι κι ο τελικός κριτής.

Θα μας αντιπροταθεί βέβαια ότι θα είναι επιτρεπτή η διά νόμου υπαγωγή σοβαρών

κατηγοριών διαφορών απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ωστόσο, φοβάμαι ότι δεν είναι εφικτό να γίνουν αξιόπιστα τέτοιες ταξινομήσεις

σε αφηρημένο επίπεδο. Πολλές κατηγορίες διαφορών που εκ πρώτης όψεως φαίνονται

«τετριμμένες» εμπεριέχουν περιπτώσεις που εγείρουν θεμελιώδη ζητήματα

δικαιοσύνης. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν σκόπιμο να αναγνωριστεί στον πολίτη

δικαίωμα να ζητεί την κατ’ εξαίρεση απευθείας υπαγωγή της διαφοράς στο

Συμβούλιο, εφόσον το τελευταίο κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι μείζονος

σπουδαιότητας.

Είναι αλήθεια ότι η ισχύουσα δικονομική τάξη ξενίζει όσους έχουν ως πρότυπο το

σύστημα οργάνωσης της Πολιτικής Δικαιοσύνης (Πρωτοδικείο – Εφετείο – Άρειος

Πάγος). Είναι όμως σφόδρα αμφίβολη η δραστικότητα της δικαστικής προστασίας

που σήμερα παρέχεται στον χώρο των ιδιωτικών διαφορών. Σε κάθε περίπτωση, δεν

πρέπει να μας διαφεύγει πως οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου είναι διαφορές

ουσίας. Ο κύριος ρόλος των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων είναι να

εκκαθαρίζουν τις αμφισβητήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά ενώ ο κύριος

ρόλος του Αρείου Πάγου είναι η διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας. Δεν

είναι όμως έτσι τα πράγματα στη μεγάλη πλειονότητα των ακυρωτικών διαφορών

δημοσίου δικαίου. Εκεί ο δικαστικός έλεγχος εξετάζει κατά βάση τη νομιμότητα

της διοικητικής συμπεριφοράς. Πρόκειται δηλαδή για ένα χώρο κρίσεως στον οποίο

το κύρος του Συμβουλίου είναι αδιαμφισβήτητο. (Συχνά αντιπροτείνεται η

ουσιαστικοποίηση μεγάλου μέρους των διοικητικών διαφορών. Δεν βλέπω όμως γιατί

η σημερινή διατύπωση του άρθρου 95 παρ. 3 εμποδίζει μια τέτοια προοπτική).

Γιατί όμως όσα εδώ υποστηρίζονται δεν έχουν πείσει όσους επιχειρούν την

αναθεώρηση του Συντάγματος; Υποπτεύομαι ότι παραγνωρίζεται μια σημαντική ­ αν

και ρευστή ­ διάκριση: η διάκριση ανάμεσα στους κανόνες που δεσμεύουν κατ’

ουσίαν τις πολιτικές επιλογές της πολιτικής εξουσίας (όπως ο κανόνας που

απαγορεύει τη λογοκρισία) και σε εκείνους που συγκροτούν και οργανώνουν τους

θεσμούς που λαμβάνουν ή ελέγχουν ουσιαστικές πολιτικές αποφάσεις (όπως οι

ρυθμίσεις που αφορούν στη συγκρότηση και οργάνωση της Βουλής ή των

δικαστηρίων). Στην πρώτη περίπτωση, η πλειοψηφία της αναθεωρητικής Βουλής έχει

κάθε λόγο να διασφαλίζει συνταγματικά την εφαρμογή των επιλογών που εκείνη

θεωρεί ορθές και δίκαιες. Στη δεύτερη όμως περίπτωση, η εκάστοτε αναθεωρητική

πλειοψηφία θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι δεν θα είναι

πάντοτε στην εξουσία. Και ότι σε κάποιες δύσκολες πολιτικές διαδρομές, το

φιλελεύθερο πνεύμα του Συμβουλίου θα έχει αποδυναμωμένη θεσμική ισχύ.

Ο Νίκος Ι. Παπασπύρου είναι διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Harvard

και έχει διατελέσει fellow του J.F. Kennedy School of Government.