Πρόεδρος της Εμπορικής Τράπεζας

Η ελληνική οικονομία ετοιμάζεται για την τελευταία πράξη της ενσωμάτωσής της

στη ζώνη του ευρώ. Έτσι, από 1/1/2001 θα έχει ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης που θα

χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και άνοδο της ανταγωνιστικότητας. Για πρώτη

φορά ύστερα από περίπου 35 χρόνια, οι Έλληνες πολίτες θα απολαμβάνουν τα αγαθά

της συναλλαγματικής σταθερότητας, του χαμηλού πληθωρισμού, των χαμηλών

επιτοκίων και της μακροχρόνιας ανάπτυξης, οι ρυθμοί της οποίας θα υπερβαίνουν

τον μέσο όρο των αντίστοιχων χωρών – μελών της ζώνης τους ευρώ.

Η οικονομική ατζέντα του 2001 είναι σημαντική: απελευθέρωση των

τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτρικής ενέργειας, των θαλάσσιων μεταφορών, επίλυση

του ασφαλιστικού, άρση των εμποδίων στην άσκηση επιχειρηματικότητας, βελτίωση

των συνθηκών στην αγορά εργασίας, υψηλές επενδύσεις, ιδιωτικοποιήσεις,

προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, και όλα αυτά μέσα σε

πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, νομισματικής σταθερότητας και κοινωνικής

συνοχής.

Για να μπορέσουμε να προσομοιάσουμε την περίοδο που ξεκινά από 1/1/2001, θα

πρέπει να πάμε πίσω 40 σχεδόν χρόνια, όταν είχαμε πάλι σταθερή ισοτιμία της

δραχμής με το δολάριο, με πολύ ευεργετικές επιπτώσεις, για ένα μεγάλο χρονικό

διάστημα, στην ανάπτυξη της χώρας. Σήμερα, αντί για το δολάριο έχουμε το ευρώ,

και μαζί με αυτό την ενιαία αγορά των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που

σύντομα θα διευρυνθεί με την εισδοχή ορισμένων χωρών της Κεντρικής και

Ανατολικής Ευρώπης.

Οι επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό χώρο και τις τράπεζες έχουν σημείο

αναφοράς την προσαρμογή των επιτοκίων. Με την ένταξή μας στη ζώνη του ευρώ, τα

επιτόκια των αποταμιεύσεων θα συγκλίνουν προς τα αντίστοιχα του ευρώ, με

αποτέλεσμα τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (έως δύο χρόνια) να είναι ταυτόσημα με τα

επιτόκια του ευρώ, ενώ για διάρκεια από δύο και πάνω χρόνια θα υπάρχει μια

μικρή διαφορά, που μπορεί να φτάνει έως και περίπου 0,60 εκατοστιαίες μονάδες.

Έτσι, η διατραπεζική αγορά θα δίνει επιτόκιο περίπου 5% για διάρκεια έως και

τρεις μήνες, ενώ το Ταμιευτήριο αναμένεται να υποχωρήσει στο επίπεδο του

3,50%. Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί απορίες, δεδομένου ότι η πρόβλεψη για τον

πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμη βάση είναι 2% με 2,5%. Για το ευρύ κοινό, τα

επιτόκια των καταναλωτικών δανείων αναμένεται να μειωθούν στο 10%, αναλόγως

της μορφής του δανείου, και των στεγαστικών δανείων περίπου στο 6%. Οι

επιχειρήσεις που έως το 1997 δανείζονταν με επιτόκια πάνω από 20%, θα μπορούν

πλέον να δανείζονται με επιτόκια μονοψήφια, γεγονός που θα ωφελήσει διαχρονικά

την κερδοφορία τους καθώς και την περαιτέρω ανάπτυξή τους.

Για τις ελληνικές τράπεζες το μέσο κόστος άντλησης κεφαλαίων αναμένεται να

διαμορφωθεί περίπου στο 4,50%, ενώ το μέσο όφελος από τα στοιχεία του

ενεργητικού τους στο 7%-7,50%. Έτσι, αναμένεται να υπάρξει καθαρό επιτοκιακό

περιθώριο περίπου 3 εκατοστιαίων μονάδων. Αυτό το περιθώριο έχει σήμερα

προσεγγίσει το επίπεδο του 2%-2,50%. Σύμφωνα με το πιθανότερο σενάριο και με

κριτήριο τη δομή των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ, το επιτοκιακό περιθώριο

αναμένεται να αυξηθεί οριακά στο μέλλον, και όχι να μειωθεί, σε σχέση με το

σημερινό επίπεδο.

Παράλληλα, τα τραπεζικά μεγέθη αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά τα επόμενα

χρόνια, αφού το σύνολο των τραπεζικών δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα

υπολείπεται δραματικά τόσο του μέσου ευρωπαϊκού όρου, όσο και σε σύγκριση με

την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Το ίδιο παρατηρείται αν ληφθεί

υπόψη το συνολικό ενεργητικό των τραπεζών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πράγματι, τα

στοιχεία των ελληνικών εμπορικών τραπεζών τους πρώτους εννέα μήνες του 2000

δείχνουν σημαντική αύξηση των βασικών μεγεθών, από τα οποία θα προέλθουν τα

οργανικά κέρδη των επόμενων χρόνων. Ενδεικτικά, ο ρυθμός αύξησης των δανείων

προσεγγίζει το 25%-30% ετησίως, ενώ οι προβλέψεις για το 2001 είναι ότι η

αύξηση θα συνεχισθεί και το έτος αυτό.

Τα παραπάνω δεν δικαιολογούν εφησυχασμό από την πλευρά των τραπεζών. Η μείωση

των επιτοκίων στις καταθέσεις θα καταστήσουν τους αποταμιευτές πολύ πιο

απαιτητικούς. Ο πελάτης των ελληνικών τραπεζών θα εκτιμήσει εκείνα τα

πιστωτικά ιδρύματα με πελατοκεντρική και σύγχρονη αντίληψη. Οι τράπεζες θα

πρέπει να προσφέρουν ένα πολύ μεγάλο εύρος τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων,

καλύπτοντας τις ανάγκες των πελατών τους, υιοθετώντας τη νέα τεχνολογία,

προχωρώντας στις απαραίτητες οργανωτικές αλλαγές.

Στην περίοδο που ξεκινά την 1.1.2001 δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στις

ελληνικές τράπεζες να προσαρμοστούν στο θετικό κλίμα της ένταξης στην ΟΝΕ, και

να εκμεταλλευτούν τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Το περιβάλλον

στο οποίο θα λειτουργήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι πολύ ευνοϊκό,

και οι προοπτικές κερδοφορίας το ίδιο. Πρέπει όμως να επιδειχθεί η απαραίτητη

ευελιξία και ανταγωνιστική διάθεση προκειμένου να μετατραπούν αυτές οι

αισιόδοξες υποθέσεις σε χειροπιαστά αποτελέσματα.