Οι πρόσφατες εικόνες από το Βελιγράδι, η απογοήτευση που τις παρήγαγε, οι

ελπίδες που τις συνοδεύουν θα ‘πρεπε να μας είναι εξόχως οικείες. Τι ήταν

άλλωστε το 1974 παρά η αποκάλυψη της πατριδοκαπηλίας ως τον πλέον ανίκανο

φορέα του εθνικού ιδεώδους; Τι ήταν η Κύπρος, παρά ένα ελληνικό Κόσοβο; Και τι

είναι το πλέγμα των σωμάτων ασφαλείας και των παραστρατιωτικών οργανώσεων, που

άνθησε επί θητείας Μιλόσεβιτς, παρά το κατ’ εξοχήν παρακράτος όπως το γνώρισαν

όσοι πολέμησαν στη χώρα μας για την εδραίωση της δημοκρατίας;

Από αυτή την άποψη δεν τα καταφέραμε καθόλου καλά τα τελευταία δέκα χρόνια

όσων αφορά τους Σέρβους φίλους μας. Αποδεχθήκαμε και υποστηρίξαμε οδούς και

επιλογές που ξέραμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον πόσο αδιέξοδες ήταν.

Αβασάνιστα και τελικά ανέξοδα αποδώσαμε νομιμοποίηση σε ένα καθεστώς το οποίο,

με βάση τα δικά μας οδυνηρά βιώματα, θα ‘πρεπε να το είχαμε απορρίψει μετά

αποστροφής.

Δεν είναι καθόλου αργά όμως για να εξιλεωθούμε προς τη Σερβία αλλά και προς

τους Βαλκάνιους γείτονές μας εν γένει. Απλά αυτή τη φορά θα μας κοστίσει.

Αρκεί να αναλογιστούμε την μετά το ’74 πορεία μας.

Ας αναλογιστούμε ότι το ’74 δεν σηματοδότησε μόνο την επώδυνη συμφιλίωση με

την πραγματικότητα αλλά τελικά και την έναρξη της επιτυχούς μας προσαρμογής σ’

αυτήν. Η θητεία Καραμανλή που επακολούθησε του ’74 εξασφάλισε ότι οι

εσωτερικές μας διενέξεις θα επιλυθούν στο πλαίσιο μιας κατοχυρωμένης, από την

τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δημοκρατίας. Η διάδοχη θητεία Παπανδρέου εξασφάλισε

από την ίδια Ευρωπαϊκή Κοινότητα τους αναγκαίους πόρους για την άμβλυνση αυτών

των διενέξεων σταθεροποιώντας ακόμη περισσότερο τον δημοκρατικό βίο που σήμερα

όλοι μας θεωρούμε δεδομένο.

Αυτές είναι και οι σημερινές επιδιώξεις όλων των Βαλκάνιων γειτόνων μας, της

Γιουγκοσλαβίας του κ. Κοστούνιτσα, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας. Δεν είναι

και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο βέβαια να αναγνωρίσουμε την ομοιότητα των

γειτόνων μας με τον νεώτερό μας εαυτό. Όχι τόσο διότι έχουν εξασθενήσει οι

μνήμες μας και δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε τα βήματα που κάναμε τα τελευταία

είκοσι πέντε χρόνια. Μάλλον διότι μια τέτοια αναγνώριση ενέχει να δώσουμε αυτά

που πήραμε, παίρνουμε και συνεχίζουμε να απαιτούμε από την σημερινή Ευρωπαϊκή

Ένωση. Σε ποιον προβάλλει όμως σήμερα, και 20 χρόνια μετά την ένταξή μας στην

Ευρωπαϊκή Κοινότητα, πιο άμεση η απαίτηση της ευρωπαϊκής συνοχής, σε μας ή

στους εξίσου Ευρωπαίους γείτονές μας;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, σ’ όποιον έχει μπει στον κόπο να ταξιδέψει σε

οποιαδήποτε από τις γειτονικές μας χώρες, να διασχίσει τους δρόμους της, να

διανυκτερεύσει στις πόλεις της, να μπει στα τρένα της, να επισκεφθεί την

επαρχία της, είναι, πιστεύουμε, προφανής. Η απάντηση σε όποιον από εμάς έχει

δει την ανέχεια των ηλικιωμένων ανθρώπων των γειτονικών μας χωρών,

εγκαταλελειμμένων από μια καταρρέουσα κοινωνική πρόνοια είναι αυταπόδεικτη. Η

απάντηση, για όλους εμάς που έχουμε δει τους νέους ανθρώπους της βαλκανικής

μας γειτονιάς στους ελληνικούς αγρούς, στις ελληνικές οικοδομές, στα ελληνικά

εστιατόρια, δυστυχώς και στα ελληνικά μπαρ, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία.

Σ’ αυτό συνίσταται τελικά και ο ηγετικός μας ρόλος στα Βαλκάνια. Στο να

εξασφαλίσουμε ότι θα διατεθούν στους γείτονές μας τα μέσα και η προοπτική που

εμείς διεκδικήσαμε επιτυχώς μετά το ’74. Έχουμε αποκτήσει, ύστερα από ένα

τέταρτο του προηγούμενου αιώνα, το απαραίτητο πλεόνασμα για να το πράξουμε.

Είμαστε αρκούντως σοφοί για να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πλεόνασμα για να

αποδώσουμε στους γείτονές μας την ισοτιμία που εγγενώς τους αξίζει και που η

ιστορική συγκυρία τούς στέρησε. Και όποιος από μας στερείται αυτής της σοφίας

ας του πούμε: πήγαινε να ζήσεις στο ισραηλινό Τελ Αβίβ, πήγαινε να ζήσεις στην

παλαιστινιακή Ραμάλα να χαρείς την ηγεμονία και την ανισότητα.