ΣΥΝΘΕΤΗΣ

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ: Στα Πετράλωνα το 1923.

ΜΕΓΑΛΩΣΕ: Στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω

ΑΓΑΠΗΣΕ: Το μπουζούκι

ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΑΙ: Την παλιανθρωπιά

ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ: Το παλιό πάλκο

ΑΚΟΥΕΙ: Παραδοσιακά και παλιά ελαφρά τραγούδια

ΕΛΠΙΖΕΙ: Σ’ έναν ανθρωπινότερο κόσμο

Ξενύχτι στο πάλκο, διπλοπενιές, μελωδικά λαϊκά τραγούδια. Εξήντα έξι χρόνια

γεμάτα, μέσα στον κόσμο και τον χώρο του ρεμπέτικου. Ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης,

δάσκαλος και αρχηγός μιας μεγάλης οικογένειας μουσικών, εμφανίζεται και πάλι

από το πάλκο της «Αλεξανδριανής» στο Σύνταγμα. Ορεξάτος, δυνατός και γεμάτος

καλοσύνη και νοσταλγία θα παίξει (επικεφαλής μεγάλης κομπανίας) και θα

τραγουδήσει αθάνατα λαϊκά τραγούδια.

ΕΡ.: Μια ολόκληρη ζωή μέσα στη νύχτα, δεν κουραστήκατε;

ΑΠ.: Κουράζομαι όταν δεν παίζω μπουζούκι…

ΕΡ.: Στην «Αλεξανδριανή» και φέτος ­ Γιατί επιμένετε;

ΑΠ.: Είναι σαν στο σπίτι μου.

ΕΡ.: Οι Πολυκανδριώτηδες έχουν μουσική φλέβα;

ΑΠ.: Είμαστε μουσική οικογένεια που έχει τις ρίζες της στη Νάξο από το 1800!

ΕΡ.: Θυμάστε κάποιον παλιό από τους συγγενείς σας;

ΑΠ.: Τον παππού μου Θόδωρο, που έπαιζε λαούτο.

ΕΡ.: Και τώρα το σόι πάει βασίλειο, όπως λένε;

ΑΠ.: Ναι, έτσι είναι.

ΕΡ.: Οι τρεις γιοι σας, Γιάννης, Θανάσης και Σπύρος, σπουδαίοι σολίστ του

μπουζουκιού. Ποιον ξεχωρίζετε;

ΑΠ.: Και τους τρεις. Ο καθένας με τη χάρη του και το στυλ του.

ΕΡ.: Και τα εγγόνια που συνεχίζουν;

ΑΠ.: Έχουν την ίδια μουσική φλέβα. Η Μαρία (κόρη του Θανάση) και ο Γιώργος

Παχής (γιος της κόρης μου Ροδάνθης).

ΕΡ.: Ρεμπέτικο ή λαϊκό;

ΑΠ.: Δεν πρέπει να γίνεται τέτοιος διαχωρισμός.

ΕΡ.: Γιατί;

ΑΠ.: Είναι το ίδιο τραγούδι που γεννιέται μέσα από τον λαό.

ΕΡ.: Αναπολείτε το παλιό λαϊκό πάλκο;

ΑΠ.: Το σκέπτομαι και μελαγχολώ.

ΕΡ.: Για ποιο λόγο;

ΑΠ.: Δεν ξανάρχονται πια αυτά τα φτωχά αλλά ευτυχισμένα χρόνια για όσους

ασχολήθηκαν με το λαϊκό τραγούδι και το μπουζούκι.

ΕΡ.: Πόσα χρόνια παίζετε μπουζούκι;

ΑΠ.: Ακριβώς 59.

ΕΡ.: Το «βάπτισμα» σαν μπουζουξής;

ΑΠ.: Προπολεμικά, μεταξύ 1937-39, στο λιμάνι του Πειραιά και στα πέριξ.

ΕΡ.: Πώς νιώσατε σαν πρωτόβγαλτος;

ΑΠ.: Όχι και πολύ άνετα.

ΕΡ.: Τι σας εμπόδιζε;

ΑΠ.: Η παρουσία των δυνατών και κορυφαίων της εποχής.

ΕΡ.: Ποιοι ήταν;

ΑΠ.: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Γιάννης Παπαϊωάννου και ο

τρομερός Μπέμπης, δηλαδή ο Δημήτρης Στεργίου.

ΕΡ.: Γιατί χαρακτηρίζετε τρομερό τον Μπέμπη;

ΑΠ.: Τέτοιος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.

ΕΡ.: Τι προσόντα είχε;

ΑΠ.: Ταχύτητα, φαντασία, σφιχτή πενιά. «Κεντούσε» με το τρίχορδο μπουζούκι

του.

ΕΡ.: Τον κατατάσσεται στους πρώτους δεξιοτέχνες;

ΑΠ.: Ήταν ο θεός του μπουζουκιού. Άλλο να

στο περιγράφουν κι άλλο να τον ακούς. Ολόκληρη ορχήστρα.

ΕΡ.: Πού παίξατε μαζί;

ΑΠ.: Στου «Ζηλάκου», «Μαυρομμάτη», «Φωληά του Χρόνη», «Κήπο του Αλλάχ»,

«Βλάχου», «Περιβόλα», «Κεφάλα», «Γιγουρτάκη».

ΕΡ.: Πόσα τραγούδια (δικές σας συνθέσεις) κυκλοφόρησαν σε δίσκους;

ΑΠ.: Γύρω στα 100.

ΕΡ.: Η μεγαλύτερη επιτυχία σας;

ΑΠ.: «Το ξέρω, το ξέρω άλλη αγάπη προτιμάς» με τον Νίκο Γιουλάκη (1963), και

αργότερα με τον Πέτρο Αναγνωστάκη, τον Σπύρο Ζαγοραίο και πολλές

επανεκτελέσεις.

ΕΡ.: Πώς κρίνετε σήμερα το ρεμπέτικο τραγούδι;

ΑΠ.: Ανάγκη έκφρασης, ιδιαίτερα για τους νέους.

ΕΡ.: Σε ποιο βαθμό εκφράζει τους νέους το ρεμπέτικο;

ΑΠ.: Η πείρα μου, από το πάλκο τα τελευταία 15 χρόνια, μου λέει ότι η νέα

γενιά το αναζητά και το αφομοιώνει.

ΕΡ.: Τι σημαίνει για σας ο όρος ρεμπέτης;

ΑΠ.: Άνθρωπος καθαρός, γνήσιος, τίμιος, ειλικρινής και γλεντζές.

ΕΡ.: Ποια από τα τραγούδια του γιού σας Θανάση σας συγκινούν;

ΑΠ.: «Στου φεγγαριού την αγκαλιά» με τη Γλυκερία και «Τα πήρες όλα κι έφυγες»

με τον Στράτο Διονυσίου.

ΕΡ.: Από τα δικά σας;

ΑΠ.: Δεν τα ξεχωρίζω, αλλά διασκεδάζω με το «Ένας κυνηγός» με τον Καναρίδη.

Έχει πολύ χιούμορ.

ΕΡ.: Από τους παλιούς σας συναδέλφους, ποιους θυμάστε σήμερα με αγάπη;

ΑΠ.: Όλους με όσους έπαιξα στο πάλκο 66 χρόνια. Νοσταλγώ την παρέα του Μπέμπη,

του Ορφέα Κρεούζη και του Θανάση Ευγενικού.

ΕΡ.: Έχετε σκεφθεί ποτέ να βγείτε σε πάλκο, για μια σεζόν, με τους γιούς σας

και τα εγγόνια σας;

ΑΠ.: Είναι τ’ όνειρό μου.