Στον βυθό το ευρώ, στα ύψη το πετρέλαιο, σε κατάσταση νευρικής κρίσης τα

χρηματιστήρια. Αυτά τα τρία μέτωπα συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα, που απειλεί

την παγκόσμια οικονομία με αποσταθεροποίηση. Και δεν αφήνουν αλώβητη την

ελληνική οικονομία, η οποία καταγράφει ήδη σημαντικές ζημιες: στο

Χρηματιστήριο, στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών

συναλλαγών και στην ενίσχυση των πιέσεων στον πληθωρισμό. Το ανησυχητικό της

τρέχουσας συγκυρίας είναι ότι τα μέτωπα αυτά παραμένουν ανοιχτά για πολλούς

μήνες, με αποτέλεσμα να εντείνεται ένα κλίμα αβεβαιότητας για το αύριο της

παγκόσμιας οικονομίας.

Η φωτιά του πετρελαίου

Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα των διεθνών τιμών του πετρελαίου που παρά τις

παρεμβάσεις που έχουν γίνει τόσο από την πλευρά του Οργανισμού Εξαγωγικών

Χωρών Πετρελαίου όσο και από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών επιμένουν να

διατηρούνται κοντά στα ιστορικά υψηλά τους επίπεδα.

Πριν από περίπου είκοσι μήνες – τον Φεβρουάριο του 1999 – όλα ήταν διαφορετικά

στις αγορές πετρελαίου. Η τιμή του μαύρου χρυσού, λόγω της κάμψης της ζήτησης

που είχε προκαλέσει η κρίση των ασιατικών οικονομιών, είχε πέσει σε επίπεδα

ακόμη και κάτω των δέκα δολαρίων ανά βαρέλι. Οι φτωχότερες χώρες παραγωγής

πετρελαίου αντιμετώπιζαν την απειλή χρεοκοπίας ενώ εκφράζονταν και ανησυχίες

για αποπληθωρισμό της παγκόσμιας οικονομίας που είναι εξίσου επικίνδυνος με

την επιτάχυνση του πληθωρισμού.

Η συνεργασία των χωρών του ΟΠΕΚ και η πειθάρχησή τους στις αποφάσεις του για

περικοπή της παραγωγής αργού πετρελαίου έβαλαν την τιμή του μαύρου χρυσού σε

ανοδική τροχιά. Μόνο που στην αγορά πετρελαίου τα πράγματα δεν πήγαν όπως

ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο ΟΠΕΚ. Η τιμή ξεπέρασε το περασμένο καλοκαίρι το

επικίνδυνο – όπως το έχει χαρακτηρίσει η αμερικανική κυβέρνηση – επίπεδο των

30 δολαρίων και μια σειρά από αυξήσεις της παραγωγής από την πλευρά του

πετρελαϊκού καρτέλ δεν κατάφεραν να κάμψουν τις ανοδικές τάσεις.

Μάλιστα είδαμε και ανοδικές εκρήξεις που έφεραν την τιμή του πετρελαίου πάνω

από τα 35 δολάρια στην αγορά του Λονδίνου και τα 37 στην αγορά της Νέας

Υόρκης, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1991, τότε που η ιρακινή εισβολή στο

Κουβέιτ είχε ανάψει φωτιές στις αγορές.

Το κρυφό χαρτί έβγαλε από το μανίκι του πρόσφατα ο Μπιλ Κλίντον, πρόεδρος των

Ηνωμένων Πολιτειών. Έριξε στην αγορά πετρελαίου μέρος του αμερικανικού

στρατηγικού πετρελαϊκού αποθέματος. Βραχυπρόθεσμα οι τιμές κάμφθηκαν αλλά η

θετική επίδραση της απόφασης Κλίντον αντισταθμίστηκε από το ξέσπασμα βίας

μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών. Η απειλή λήψης μέτρων εναντίον του Ισραήλ

από την πλευρά των Αράβων θύμισε στον πλανήτη τις μαύρες ημέρες του

πετρελαϊκού εμπάργκο το 1973, όταν οι χώρες παραγωγής πετρελαίου αποφάσισαν να

πιέσουν πολιτικά τη Δύση χρησιμοποιώντας ένα οικονομικό όπλο: τη μείωση των

εξαγωγών μαύρου χρυσού.

Η τωρινή κρίση στη Μέση Ανατολή έστειλε τις τιμές προσωρινά πάνω από τα 35

δολάρια σκορπώντας ρίγη τρόμου σε όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Τώρα

κινούνται πάνω από τα επίσης υψηλά επίπεδα των 31 δολαρίων. Ο ΟΠΕΚ από την

πλευρά του συνεδριάζει στη Βιέννη στις 12 Νοεμβρίου για να εξετάσει την

κατάσταση και να προχωρήσει αν χρειαστεί σε νέα αύξηση των εξαγωγών του.

Άλλωστε και ο ίδιος γνωρίζει ότι μια παγκόσμια οικονομική κρίση λόγω του

πετρελαίου θα πλήξει και τις χώρες του ΟΠΕΚ μέσω της μείωσης της ζήτησης

μαύρου χρυσού. Παράλληλα, φοβάται και τη δημιουργία τάσεων υποκατάστασης του

πετρελαίου με άλλες μορφές ενέργειας. Τι μέλλει γενέσθαι; Κανείς δεν μπορεί να

πει με βεβαιότητα. Πάντως το εφιαλτικότερο σενάριο είναι αυτό ενός

γενικευμένου πολέμου στη Μέση Ανατολή. Οι αναλυτές προβλέπουν ότι σε αυτή την

απευκταία περίπτωση θα δούμε την τιμή του πετρελαίου να εκτοξεύεται πάνω από

τα 100 δολάρια.

Οι πιθανότητες ενός πολέμου είναι, ωστόσο, περιορισμένες. Αναλυτές της αγοράς

πετρελαίου δίνουν έναν τόνο αισιοδοξίας τονίζοντας ότι αν ο ΟΠΕΚ δεν πάρει τα

κατάλληλα μέτρα οι τιμές την ερχόμενη άνοιξη θα καταρρεύσουν, πέφτοντας πολύ

χαμηλότερα από το επίπεδο των 25 δολαρίων που τόσο ο ΟΠΕΚ όσο και η Δύση

θεωρούν φυσιολογικό. Και αυτό διότι την άνοιξη θα έχει εκτονωθεί η ζήτηση για

καύσιμα θέρμανσης στο δυτικό ημισφαίριο. Ωστόσο, η αγορά πετρελαίου έχει

αποδείξει τους τελευταίους μήνες ότι δεν συμπεριφέρεται με βάση τις

προβλέψεις…

Ο Ευρωπαίος ασθενής

Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα είναι η δεύτερη απειλή αποσταθεροποίησης της

παγκόσμιας οικονομίας. Γεννήθηκε μετά βαΐων και κλάδων τον Ιανουάριο του 1999

και από τότε το μόνο που προκαλεί στους ιθύνοντες της ευρωπαϊκής οικονομικής

πολιτικής είναι μάλλον αμηχανία. Από την ημέρα της γέννησής του έχει χάσει

περίπου το 28% της αξίας του έναντι των κυριοτέρων ανταγωνιστών του, του

αμερικανικού δολαρίου και του ιαπωνικού γιεν. Οι λόγοι; Πολλοί: ήταν

υπερτιμημένο στη γέννησή του, η αμερικανική οικονομία είναι στην παρούσα φάση

ισχυρότερη από την ευρωπαϊκή και ίσως οι Ευρωπαίοι ήθελαν ένα φθηνότερο ευρώ

για να τονώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους στις αγορές εξαγωγών.

Αυτό όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία δεν είναι η χαμηλή ισοτιμία του

ευρώ.

Είναι το γεγονός ότι κινείται συνεχώς πτωτικά πραγματοποιώντας το ένα μετά το

άλλο αρνητικά ρεκόρ έναντι του δολαρίου και του γιεν. Πού οφείλεται αυτό;

Αναλυτές εκτιμούν ότι μεγάλο ρόλο της απώλειας εμπιστοσύνης προς το ευρώ

παίζει η σύγχυση που προκαλούν τα πολλά και συχνά αντιφατικά σχόλια των

Ευρωπαίων ιθυνόντων. Παραδείγματα: Πριν από περίπου ένα μήνα ο Γερμανός

καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ δήλωσε ότι χαμηλή ισοτιμία του ευρώ είναι

περισσότερο λόγος ικανοποίησης και λιγότερο λόγος ανησυχίας αφού η εξασθένισή

του αύξησε τις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Οι δηλώσεις καταπόντισαν το ευρώ και λίγες

ημέρες αργότερα η γερμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανασκευάσει τις δηλώσεις

Σρέντερ τονίζοντας ότι η Γερμανία ενδιαφέρεται για ένα ισχυρό ευρώ.

Την αρνητική κατάσταση για το κοινό νόμισμα στις αγορές συναλλάγματος δεν

κατάφερε να αναστρέψει μεσοπρόθεσμα και η συντονισμένη παρέμβαση των μεγάλων

κεντρικών τραπεζών στις 22 Σεπτεμβρίου. Το ευρώ πήρε μεγάλη ανάσα από την

παρέμβαση αλλά οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής

Τράπεζας κ. Βιμ Ντούιζενμπεργκ, που εμμέσως άφησε να εννοηθεί ότι δεν

πρόκειται άμεσα να πραγματοποιηθεί νέα παρέμβαση, έσπρωξαν το ευρώ στο γκρεμό.

Η κατρακύλα του κοινού νομίσματος είναι επικίνδυνη και για τις δύο πλευρές του

Ατλαντικού. Στην Ευρώπη ενισχύει τις ανοδικές τάσεις του πληθωρισμού ο οποίος

έχει πάρει φωτιά λόγω του πετρελαίου, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες η ισχύς του

δολαρίου μπορεί να συγκρατεί τον πληθωρισμό αλλά διευρύνει συνεχώς το

αστρονομικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Θα μπορεί για πάντα

να χρηματοδοτείται χωρίς να δημιουργεί προβλήματα; Μάλλον, όχι.

Το σίγουρο είναι ότι οι επτά πλουσιότερες χώρες του πλανήτη δεν θα επιτρέψουν

στο ευρώ να θέσει σε κίνδυνο τις οικονομίες τους. Βραχυπρόθεσμα οι αναλυτές

προβλέπουν ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να κινηθεί ακόμη και κάτω από τα

επίπεδα των 80 σεντς έναντι του δολαρίου. Οι πιθανότητες νέας παρέμβασης είναι

πλέον πολύ μεγάλες. Το ανησυχητικό πάντως είναι ότι η πτώση του ευρώ άρχισε να

προκαλεί τριγμούς. Οι φήμες που έφεραν τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής

Τράπεζας να παραιτείται – διαψεύστηκαν – είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Νευρική κρίση στα χρηματιστήρια

Το παζλ των κινδύνων που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία ολοκληρώνει η

νευρικότητα που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες στα διεθνή χρηματιστήρια

όπου το γενικό πρόσταγμα έχουν οι αμερικανικές αγορές.

Οι διακυμάνσεις που παρουσιάζουν οι τιμές των αμερικανικών μετοχών – και

κυρίως των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας – δεν έχουν προηγούμενο. Παράδειγμα;

Την προηγούμενη Πέμπτη ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου Νάσντακ έκλεισε με

απώλειες ενώ την επόμενη ημέρα έκανε άλμα περίπου 8%, τη δεύτερη μεγαλύτερη

ημερήσια άνοδο στην ιστορία του.

Την Τετάρτη ο βιομηχανικός δείκτης Ντάου Τζόουνς στο χρηματιστήριο της Νέας

Υόρκης άνοιξε με απώλειες άνω του 4% και ύστερα από έντονες διακυμάνσεις

έκλεισε τελικά με πτώση 1,24%, κάτω από το σημαντικό ψυχολογικό επίπεδο των

10.000 μονάδων. Την ίδια ημέρα ο δείκτης του χρηματιστηρίου Νάσντακ, αν και

αρχικά άνοιξε με σημαντικές απώλειες περίπου 6%, κινήθηκε στη συνέχεια ανοδικά

και τελικά έκλεισε με πτώση 1,32%.

Οι διακυμάνσεις αυτές είναι σύμφωνα με τους αναλυτές χαρακτηριστικό σύμπτωμα

νευρικής κρίσης. Οι επενδυτές παρακολουθούν από κοντά τα αποτελέσματα τριμήνου

των αμερικανικών επιχειρήσεων -και ιδίως αυτών του τεχνολογικού κλάδου και του

πολλά υποσχόμενου ιντερνετικού- προκειμένου να διαπιστώσουν κατά πόσο ισχύει η

θεωρία περί νέας οικονομίας (συνεχής αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων,

της παραγωγικότητας της οικονομίας και των τιμών των μετοχών).

Αν το κλίμα νευρικότητας στην αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά εκτονωθεί με

μια μεγάλη και παρατεταμένη βουτιά θα επηρεασθούν και τα μεγάλα ευρωπαϊκά και

ασιατικά χρηματιστήρια. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το οικονομικό θαύμα των

Ηνωμένων Πολιτειών -οκτώ συναπτά έτη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης- βασίζεται σε

μεγάλο βαθμό στην καταναλωτική ζήτηση που τροφοδοτείται από τις υπεραξίες που

καταγράφουν τα αμερικανικά νοικοκυριά στη χρηματιστηριακή αγορά και τις

επενδύσεις που πραγματοποιούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με χρηματιστηριακά

κεφάλαια, τότε το σενάριο κατάρρευσης της Γουώλ Στρητ μοιάζει εφιαλτικό.

Το παρήγορο είναι ότι οι αμερικανικές μετοχές έχουν «διορθώσει» σημαντικά τις

τιμές τους τους τελευταίους μήνες. Ο Ντάου Τζόουνς βρίσκεται περίπου 10%

χαμηλότερα από τα ιστορικά του υψηλά, ενώ ο Νάσντακ έχει απολέσει άνω του 40%

της αξίας τους από το ιστορικό του ρεκόρ του περασμένου Μαρτίου.