Είναι οι τηλεπικοινωνιακές μετοχές ικανές να προκαλέσουν μια νέα τραπεζική

κρίση; Τις τελευταίες εβδομάδες ακούγονται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού

προειδοποιήσεις για τις συνεχείς εκδόσεις ομολογιακών δανείων από τις

τηλεπικοινωνιακές εταιρείες. Παράλληλα, οι αναλυτές των χρηματιστηριακών

αγορών φοβούνται ότι η υπερβολική έκθεση των τραπεζικών ιδρυμάτων στον μέχρι

πρόσφατα θεωρούμενο ασφαλή χρηματιστηριακό κλάδο των τηλεπικοινωνιών ­ όπως

ακριβώς έκαναν τη δεκαετία του ’80 με τις επενδύσεις σε ακίνητα ­ μπορεί να

τις οδηγήσει σε οικονομικά αδιέξοδα.

Τις τελευταίες ημέρες στα μεγάλα ξένα χρηματιστήρια οι μετοχές των τραπεζών

έχασαν τα περισσότερα από τα κέρδη που κατέγραψαν κατά τη διάρκεια του

καλοκαιριού, καθώς οι ανησυχίες εντάθηκαν στέλνοντας τους περισσότερους

βασικούς δείκτες των χρηματιστηρίων πολύ χαμηλότερα.

Αντιμέτωπες με τις σημαντικές απώλειες των τιμών των μετοχών, διάφορες μεγάλες

εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες αναγκάστηκαν να διαψεύσουν εκθέσεις

επενδυτικών οίκων που μιλούσαν για μεγάλες απώλειες στα χαρτοφυλάκιά τους. Την

περασμένη Τρίτη, μετά τη σημαντική πτώση που παρουσίασε η τιμή της μετοχής της

γερμανικής Ντόιτσε Μπάνκ λόγω των ψιθύρων ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες να

διαθέσει στους επενδυτές μια έκδοση ομολογιακού δανείου της εταιρείας κινητής

τηλεφωνίας Μέινστριμ, ο ‘Εντσον Μίτσελ, επικεφαλής του τμήματος επενδύσεων σε

ομόλογα, έσπευσε να διαβεβαιώσει τους μετόχους της τράπεζας: «Είμαι στην

ευτυχή θέση να σας ανακοινώσω ότι εξακολουθούμε να αυξάνουμε το μερίδιο της

αγοράς μας περισσότερο από τις αρχικές μας προβλέψεις παρά το γεγονός ότι

διανύουμε μια δύσκολη περίοδο».

Η τράπεζα Μόργκαν Στάνλεϊ και η Κρεντί Σουίς Φερστ Μπόστον, η οποία εξαγοράζει

την τράπεζα Ντόναλντσον Λάφκιν Τζένρετ, διέψευσε τις φήμες ότι έχουν σημειώσει

ζημίες που ανέρχονται σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια λόγω της πτώσης των τιμών

των τηλεπικοινωνιακών μετοχών. Κάποιος είπε πρόσφατα ότι «αν δεν έχεις χάσει

αυτήν την περίοδο χρήματα από τις τηλεπικοινωνιακές μετοχές, δεν θεωρείσαι

σοβαρός χρηματιστηριακός επενδυτής».

Δικαιωμένοι

Οι τιμές των τηλεπικοινωνιακών μετοχών έκαναν βουτιά τις τελευταίες εβδομάδες

στα μεγάλα ξένα χρηματιστήρια (στιγμιότυπο από την αίθουσα συναλλαγών του

χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης)

Στελέχη της κεντρικής βρετανικής τράπεζας αλληλοσυγχαίρονταν πρόσφατα επειδή

τον περασμένο Νοέμβριο είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους που εγκυμονεί η

υπερβολική και χωρίς μέτρο αύξηση των χορηγήσεων προς τις τηλεπικοινωνιακές

εταιρείες σε όλο τον κόσμο. Ανάλογες προειδοποιήσεις έγιναν τόσο από τη

βρετανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς όσο και από τον κ. Βιμ Ντούιζενμπεργκ,

πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το δωδεκάμηνο Ιουλίου 1999 και

Ιουνίου 2000 τα ομολογιακά δάνεια των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών έφθασαν την

Ευρώπη στα είκοσι δισεκατομμύρια δολάρια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το ποσοστό

των ομολογιακών δανείων από τις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες έφτασε το ίδιο

δωδεκάμηνο το 70% των συνολικών.

Η Τόμσον Φαϊνάνσιαλ, μια μεγάλη βάση δεδομένων που αφορούν στην τραπεζική

αγορά, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι οι τράπεζες σε όλο τον κόσμο δάνεισαν συνολικά

φέτος περίπου 1.600 δισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά τα 349 δισεκατομμύρια

δολάρια ή 21% χορηγήθηκαν σε εταιρείες των κλάδων τηλεπικοινωνιών, μέσων

μαζικής ενημέρωσης και πληροφορικής. Από το πρώτο φετινό τρίμηνο η ζήτηση για

ομόλογα τηλεπικοινωνιακών εταιρειών σημείωσε μεγάλη κάμψη και οι αποδόσεις

τους πήγαν στα ύψη. Το αποτέλεσμα ήταν οι αποδόσεις των ομολόγων αμερικανικών

τηλεπικοινωνιακών εταιρειών να είναι κατά 8% αυξημένες σε σχέση με τις βασικές

αποδόσεις της αμερικανικής αγοράς ομολόγων. Αυτή η διαφορά αποτελεί δείγμα των

πιέσεων που αντιμετωπίζουν οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες. Παράλληλα, από την

πλευρά των εταιρειών του κλάδου δεν υπάρχουν δείγματα μείωσης της ζήτησης για

χρηματοδότηση, καθώς πασχίζουν να καλύψουν το υψηλό κόστος απόκτησης των

αδειών κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς. Οι εταιρείες που κατοχύρωσαν τις

βρετανικές και γερμανικές άδειες κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς έπρεπε να

εξασφαλίσουν περίπου 60 δισεκατομμύρια στερλίνες και έπονται οι σχετικοί

διαγωνισμοί στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Η επενδυτική τράπεζα

Σάλομον Σμιθ Μπάρνεϊ προβλέπει την εισαγωγή στα χρηματιστήρια της Ευρώπης

φέτος τουλάχιστον τεσσάρων εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Αυτό χωρίς να ληφθεί

υπόψη η σχεδιαζόμενη απόσχιση της βρετανικής Μπρίτις Τέλεκομ από τη θυγατρική

της Σέλνετ, της κινητής τηλεφωνίας, η οποία αναμένεται να μπει σύντομα στο

χρηματιστήριο του Λονδίνου αντλώντας κεφάλαια.

Πλημμύρα

Η πλημμύρα τηλεπικοινωνιακών μετοχών απειλεί τις χρηματιστηριακές αγορές καθώς

οι επενδυτές έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι μειώνονται τα έσοδα των

εταιρειών από τις υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας, καθώς και ότι οι αρχικές

εκτιμήσεις για υψηλή προστιθέμενη αξία από τις μελλοντικές τηλεπικοινωνιακές

υπηρεσίες ήταν υπεραισιόδοξες. Παράλληλα οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες

πραγματοποίησαν τα τελευταία χρόνια μεγάλες επενδύσεις για την ανάπτυξη και

βελτίωση των δικτύων τους.

Στο μεταξύ οι επενδυτές έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται αν τα χρήματα που

ξοδεύουν οι εταιρείες του τηλεπικοινωνιακού κλάδου για την απόκτηση των αδειών

κινητής τηλεφωνίας τρίτης γενιάς θα μπορέσουν κάποτε να αποσβεστούν. Οι

κρατικές εποπτικές αρχές επιμένουν ότι το στέγνωμα της αγοράς ομολόγων

τηλεπικοινωνιακών μετοχών δείχνει ότι οι προειδοποιήσεις τους ήταν σωστές.

Ωστόσο, ο ‘Ιαν Μίτσελ που παρακολουθεί από κοντά το πρόβλημα στον οίκο

αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Φιτς, υποστηρίζει ότι οι τραπεζίτες

κατηγορούν τις εποπτικές αρχές πως προκάλεσαν τον πανικό που ακριβώς ήθελαν να

αποφύγουν.

Ο ίδιος λέει ότι το πρόβλημα είναι ότι τώρα οι τράπεζες καταφεύγουν στην

απευθείας χρηματοδότηση από τις τράπεζες. Πολλές τράπεζες έχουν αρχίσει να

αυξάνουν τη χρηματοδότηση προς τις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, προσδοκώντας

υψηλές αποδόσεις από τα ομόλογα των τηλεπικοινωνιακών εταιρειών που διαθέτουν,

αλλά και τις υπεραξίες από τις μετοχές τηλεπικοινωνιακών εταιρειών που θα

μπουν στα χρηματιστήρια. Αν αυτή η διέξοδος κλείσει, οι τράπεζες θα βρεθούν

φορτωμένες με μετοχές και ομόλογα τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων που μπορεί να

αποδειχθούν καταστροφικά για τους ισολογισμούς τους.

Για κάποιο χρονικό διάστημα οι επενδυτικές τράπεζες κατάφεραν να πουλήσουν

μερικές μετοχές τηλεπικοινωνιών από τα χαρτοφυλάκιά τους. Τώρα όμως που οι

μετοχές αυτών των εταιρειών έχουν πάρει τον κατήφορο, τα πράγματα έχουν

δυσκολέψει πολύ.

Οι εποπτικές αρχές των χρηματοπιστωτικών αγορών υποστηρίζουν ότι τώρα οι

τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή πριν από δέκα χρόνια,

όταν βυθίστηκαν στην κρίση της αγοράς ακινήτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα

ίδια κεφάλαια προς το ενεργητικό των τραπεζών βρίσκονται κατά μέσο όρο στο

12%, πολύ υψηλότερα από το ελάχιστο 8% που προβλέπει η νομοθεσία. Πέρυσι, στις

βρετανικές τράπεζες το ποσοστό αυτό ήταν 12,7%. Η κερδοφορία των τραπεζών

παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι ακόμη και στην

περίπτωση που τα δάνεια στις τηλεπικοινωνιακές εταιρείες δεν αποπληρωθούν, οι

τράπεζες έχουν την ικανότητα να επιβιώσουν. Το πρόβλημα όμως, όπως έχουμε δει

και στο παρελθόν, είναι ότι όταν ένα πράγμα πηγαίνει στραβά, τότε όλα τα

πράγματα πηγαίνουν στραβά.