Μας εξόντωσε αυτή η εβδομάδα. Μας ξέβρασε, μέρα Σάββατο, ερείπια σκέτα. Κι

ήμασταν κι απροετοίμαστοι. Εγκλωβισμένοι στα δικά μας. Ψιλοπροβλήματα και

ψιλοαδιέξοδα. Μικρά και καθημερινά. Στρες και διλήμματα που τα διογκώνουμε

τόσο ώστε ­ από Λόφος του Στρέφη ­ μας φαίνονται Ιμαλάια:

Θα τα φάει το παιδί τα φασολάκια τα λαδερά;

Να αγοράσεις καινούργιο πρίντερ γιατί το παλιό τα ‘φτυσε, μιλάμε τυπώνει μία

σελίδα το εικοσιτετράωρο;

Να βγάλεις τα χειμωνιάτικα από το πατάρι, ή πάει στο διάολο;

Το ασήμαντο μοιάζει σημαντικό. Το ανύπαρκτο υπαρκτό. Το τίποτα παίρνει

διαστάσεις κοσμοϊστορικού γεγονότος.

Ψάχνεσαι. Αναρωτιέσαι. Τα νεύρα σου χορδές. Χορδές κανονικά, παίζουν τα τέλια

τσιφτετέλια. Ώπα κέφια, έλα παιδιά, πιάστε τα Λεξοτανίλ να καεί το πελεκούδι!

Κι εκεί που ξεσκαρτάρεις, περσινά σοσόνια ενός παιδιού (που το πόδι του

μεγαλώνει κάθε μισή ώρα), εκεί που σκέφτεσαι πως το παιδικό παπούτσι έχει πάει

δεκαχίλιαρο μόνο το αριστερό ­ γιατί μου το θέλεις κι ανατομικό, τότε…

Ακριβώς τότε σού χτυπάνε στο θυροτηλέφωνο τα μεγάλα. Τα μέγιστα. Απαιτούν να

τους ανοίξεις την πόρτα. Εισβάλλουν απρόσκλητα στο τριάρι. Σου θυμίζουν ότι

υπάρχει ζωή πέρα από τον πλανήτη «Αμπελόκηποι» όπου, μακριά νυχτωμένος, ζεις.

Σκωτσέζικο ντους, αυτή η εβδομάδα. Από τη μια το ναυάγιο. Στα καλά τού

καθουμένου. Έτσι κερατιάτικα ­ συγγνώμη, αλλά αυτή η λέξη μού έρχεται στο

μυαλό. Έτσι άγρια ­ όσο άγριος είναι ο αναίτιος θάνατος.

Κι όλοι να αναζητούν το αίτιο στο αναίτιο. Ποιος έβλεπε το ματς; Ποιος

φλερτάριζε με ποιαν; Ποιος μιλούσε στο κινητό; Τι έλεγε στο κινητό; Ήταν

κινητό ή ενδοσυνεννόηση; Πόσες μοίρες αριστερά; Ποιος, από το πλήρωμα, βοήθησε

τους επιβάτες; Ποιος «την έκανε» πρώτος; Ποιος «φυλάει κρυμμένα μυστικά και

ντοκουμέντα»; Ποιος σώπασε, ποιος μίλησε; Ποιος καλύπτει ποιον; Ποιος

κατηγορεί ποιον; Ποιος φταίει, τελικά; Ο πλοίαρχος; Ο υποπλοίαρχος; Η

πλοιοκτήτρια εταιρεία; Ο νυν υπουργός; Ο πρώην; Η κυβέρνηση; Η θεία μου η

Καίτη;

Οι ναυαγοί ­ αυτοί φταίνε. Οι νεκροί ­ αυτοί ευθύνονται. Στο τέλος, εκεί θα

καταλήξουν οι έρευνες, θα το δεις. Αν κάθονταν σπίτι τους και δεν τους έπιανε

σώνει και καλά μια λύσσα με την Πάρο ­ τώρα δεν θα θρηνούσαμε θύματα. Οι

νεκροί. Οι ναυαγοί. Αυτοί έβαλαν κυβέρνηση κι εφοπλιστές σε μπελάδες.

Θυμήθηκα ένα κείμενο που έγραψα εδώ στα «ΝΕΑ», το καλοκαίρι, ύστερα από μια

κρουαζιέρα με τον γιο μου. Το παιδί με ρωτούσε τι γίνεται αν βουλιάξει το

πλοίο. Οι βάρκες φτάνουν για όλους μας; Ο καπετάνιος βρίσκεται πάντα στη

γέφυρα; Οι «κύριοι που δουλεύουν στο πλοίο» ξέρουν καλά τη δουλειά τους;

Κι εγώ ­ η μεγάλη, η ώριμη ­ του εξηγούσα:

­ Βρε αγόρι μου, ναυάγια δεν γίνονται στις μέρες μας. Μόνο στο σινεμά!

Μες στη συγκατάβαση, μες στην πεποίθηση, τον καθησύχαζα. Και δεν έκανα μια

έτσι, κάτω από το κρεβάτι, να δω, δουλεύει το πορτοκαλί το ρημάδι; Φουσκώνει;

Του μπαίνει του μικρού παιδιού ή θα του πέφτει μέχρι τα γόνατα; Η απόσταση από

την καμπίνα μέχρι τη λέμβο είναι μεγάλη; Εναλλακτική διαδρομή υπάρχει; Αν

φρακάρουν οι σκάλες, παγιδεύεσαι ή μπορείς να φύγεις από αλλού;

Τίποτα, από όλα αυτά. Άραξα στην ξαπλώστρα, χαλαρή και άνετη. Ηλίθια κι

ανεγκέφαλη. Του έκανα διάλεξη για ένα θέμα για το οποίο δεν ήξερα την τύφλα

μου. Και γύρω μας, ούτε ψαροκάικα ούτε Παριανοί με τσαγανό. Τα μαύρα πέλαγα

της Δυτικής Μεσογείου γύρω μας…

Αυτά έγραφα, Ιούλιο μήνα. Στην πιο λάιτ διάθεση που μπορεί να διανοηθεί

άνθρωπος. Μες στην καλή χαρά. Το διαβάσανε φίλοι και γνωστοί, πολύ τους άρεσε.

Μα τι μπορεί να σκεφτεί ένα παιδί! Ναυάγιο το 2000, αν είναι ποτέ δυνατόν!

Μπράβο, γελάσαμε, βρε παιδιά. Γελάσαμε τα ζώα τα όρθια.

Ενάμιση μήνα μετά το «Σαμίνα» βούλιαξε. Οι άνθρωποι έφυγαν. Και δεν ήταν

σινεμά. Ήτανε ζωή. Μια ζωή μιας χρήσεως…

Από τη μια, ναυάγια. Από την άλλη μετάλλια. Δεκατρία τον αριθμό. Ποιος θα μας

το ‘λεγε. Εδώ, πριν κάτι χρόνια, ένα χάλκινο κουτσοπαίρναμε και κάναμε ένα

χρόνο να συνέλθουμε. Και τώρα, μια Ελλάδα, δέκα και κάτι εκατομμύρια

νοματαίοι, φέρνει δεκατρία ολυμπιακά.

Αυτά τα αγόρια, αυτά τα κορίτσια… Ένα βλέμμα ευθύ. Ένα βλέμμα ολόισιο, χωρίς

παρακαμπτηρίους, χωρίς κάθετες και παράλληλες διαδρομές. Ο ένας μετά τον άλλον

αγωνίζονταν να γεφυρώσουν τη γιορτή με το πένθος, αφιερώνοντας τα μετάλλιά

τους σ’ αυτούς που χάθηκαν…

Για τα «παιδιά που χάθηκαν». Για τα παιδιά που κέρδισαν. Από το θέμα στο

ανάθεμα. Από τον θρίαμβο στην οδύνη. Από την απόγνωση στην αποθέωση.

Κι όταν χαιρόμαστε με το κάθε μετάλλιο, όταν πήγαινε λίγο να σκάσει το χειλάκι

μας, νιώθαμε τύψεις. Γιατί ο ίσκιος του «Σαμίνα» έπεφτε βαρύς στο σαλονάκι

μας.

Το «Σαμίνα». Τριάντα πέντε χρόνων πλοίο. Τα βάζεις κάτω, προσθαφαιρείς κι

αναρωτιέσαι:

Άραγε πότε ναυπηγήθηκε; Το 1966;

Τη χρονιά της Φαλκονέρας;

ΥΓ: Συγγνώμη, γιε μου. Συγγνώμη, ρε αγόρι μου…