Είχαμε δεν είχαμε, το φάγαμε το παλικάρι… Το ψιλοκόψαμε, το ξεφλουδίσαμε, το

τσιγαρίσαμε, το βράσαμε στο ζουμί του και το καταβροχθίσαμε. Κανονικά. Δεν του

αφήσαμε κοκαλάκι. Μπουκιά και σχώριο! Κρασομεζές!

Όχι θα το αφήναμε. Θα αφήναμε τον συνάνθρωπο να προκόψει. Δεν θα του την

πέφταμε όλοι μαζί, να τον κάνουμε ρόμπα, να του τσακίσουμε τα νεύρα, να τον

διαλύσουμε κανονικά.

Προβληματίστηκα πολύ αν, αυτό το Σάββατο, έπρεπε να γράψω για τον Ιωάννη. Το

θέμα ­ και το ανάθεμα ­ φορέθηκε όσο τίποτα στις ανταποκρίσεις από το Σίδνεϊ.

Περισσότερο και από τα μετάλλια ­ και ας κάναμε μαύρα μάτια, εμείς οι Έλληνες

να τα δούμε.

Και επειδή, τόσα χρόνια, κάπου έπρεπε κι εμείς να εκτονώσουμε το συναίσθημά

μας ­ όλο με κάτι Σομαλούς και κάτι Αιθίοπες τα μπήγαμε. Και αν το

καλοσκεφθείς, τι τον έχω εγώ τον Αιθίοπα; Αλλά έτσι είναι. Άμα δεν έχεις τον

δικό σου τον άνθρωπο στο βάθρο, σε πιάνουν τα ζουμιά με τους ξένους.

Τώρα που παίρνουμε μετάλλια, τώρα που ακούμε τον εθνικό μας, κάνουμε και τους

άνετους. Λέμε εκεί ένα συγχαρητήριο, βγάζουμε μπαμπά και θεία του Ολυμπιονίκη

στο παράθυρο, μπράβο, εύγε, μας έκανε περήφανους, να περάσει ο επόμενος.

Ο Μελισσανίδης. Εκεί έχει ψωμί. Το παρασκήνιο. Οι δηλώσεις. Το σούσουρο. Το

φιλί. Η προσφώνηση. Τι ειπώθηκε ακριβώς; «Γεια σου, κοριτσάρα μου»; «Γεια σου,

παλικάρι μου»; «Γεια σου, Θανάση, με τα κλαρίνα σου»;

Έχει, λέει, έπαρση. Καβάλησε το καλάμι. Κι εγώ σου λέω και έπαρση έχει και το

καλάμι καβάλησε. Αφύσικο είναι; Ο άλλος, με μισό σουξέ στη δισκογραφία,

δηλώνει Παβαρότι. Το κοριτσάκι με δύο ατάκες σε ελληνικό σίριαλ ­ η Αλίκη στο

Ναυτικό:

­ Σας παρακαλώ, μην επιμένετε, η ιδιωτική μου ζωή δεν αφορά κανέναν.

Και βέβαια η ιδιωτική της ζωή δεν αφορά κανέναν, γιατί κανένας δεν την ξέρει.

Ο Μελισσανίδης, το ’96 στην Ατλάντα, εκτός από Ολυμπιονίκης, ήταν και δεκαοκτώ

χρόνων. Φυσικά, αναμενόμενα, ανθρώπινα, ύστερα από έναν ιλιγγιώδη θρίαμβο ­ το

κεφάλι βουίζει ακόμα. Και κάτι παραπάνω θα πει. Και κάτι πιο «τσιμπημένο» θα

κάνει. Και το όνομά του θα εξωραΐσει. Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης, τι Ιωάννης…

Και λάθη. Ναι. Και αυτά θα τα διαπράξει. Εμείς που ούτε Ολυμπιονίκες είμαστε

ούτε είκοσι δύο χρόνων και τα ‘χουμε κάνει μαντάρα…

Προβληματίστηκα για το σημερινό κείμενο. Όμως ένιωσα χάλια όταν τον είδα να

βγαίνει στις κάμερες και να λέει:

­ Είμαι είκοσι δύο χρόνων ΠΑΙΔΙ. Μπορεί να είμαι Ολυμπιονίκης, αλλά είμαι

είκοσι δύο χρόνων ΠΑΙΔΙ. ΠΑΙΔΙ. ΠΑΙΔΙ.

Ίσως ήταν ο τρόπος που τόνιζε τη λέξη. Ίσως ο τρόπος που την επαναλάμβανε.

ΠΑΙΔΙ. ΠΑΙΔΙ. ΠΑΙΔΙ. Εμείς σαρανταρίσαμε και ακόμα οι μανάδες μάς κυνηγάνε με

τη ζακέτα στο χέρι. Αυτός δεν δικαιούται να είναι ΠΑΙΔΙ; ΠΑΙΔΙ ­ για κανέναν;

Και τα ΠΑΙΔΙΑ στραβοπατάνε. Και πέφτουν. Και ματώνουν…

Ναι, εντάξει, το ξέρω το επιχείρημα. Το έχω εμπεδώσει πια. Εκπροσωπεί τη χώρα

του, την Ελλάδα, όλους εμάς. Ποιος τα εκπροσωπεί όλα αυτά;

Το ΠΑΙΔΙ. Των είκοσι δύο.

Βγήκε και ο πρώην προπονητής του και λέει «όοοοχι, όοοοχι, δεν είναι είκοσι

δύο. Είναι είκοσι τρία».

Εμ, έτσι πες μου. Τότε διαφέρει το πράγμα. Τότε να τον ρίξουμε στην πυρά.

Αυτός ο ένας χρόνος είναι μεγάλη ιστορία. Αλλάζει την προσωπικότητα του

ατόμου. Από τα είκοσι δύο στα είκοσι τρία γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Μέσα σε

δώδεκα μήνες, αποκτάς μια σοφία, μια φιλοσοφία, μπορώ να σου πω. Από στραβάδι

­ κάτι σε Δαλάι Λάμα, ένα πράμα.

Ναι, θα μπορούσε να κρατήσει ένα πιο χαμηλό προφίλ. Δεν κράτησε. Ναι, θα

μπορούσε να μην είναι εξτρέμ. Ήταν. Εξ ου και του την πέσαμε. Ακριβώς τη

στιγμή, την άγρια, τη σπάνια στιγμή που χωρίζει τον αθλητή από τον πρωταθλητή

­ εμείς του την πέσαμε. Δεν ξέραμε να το κρατήσουμε το απύλωτο μέχρι να

τελειώσει ο Χριστιανός.

Θέλαμε να τον ξεκάνουμε επί τόπου. Και τον ξεκάναμε.

Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω. Τι είχες Ιωάννη τι είχα πάντα.

Μια μιζέρια είχα πάντα. Μια αποστροφή σε οτιδήποτε ελαφρώς παρεκκλίνει. Σε

οτιδήποτε εμφανώς διαφέρει. Κι εμάς αυτό δεν μας γεμίζει το μάτι. Και ό,τι δεν

γεμίζει το δικό μας το μάτι, είναι αντικειμενικά ανεπίτρεπτο. Και το

εξολοθρεύουμε.

Μόνο οι συναθλητές του, στάθηκαν στο πλευρό του. Ολυμπιονίκες και μη ­ μόνον

αυτοί. Αυτοί που ξέρουν και το λούκι και το παλούκι. Τον αγώνα και την αγωνία.

Τη μοναξιά, την αγριότητα, την ίντριγκα. Τη στιγμή που έρχεται και χάνεται. Τη

μία, τη μοναδική ευκαιρία να βγεις από το ανώνυμο πλήθος μιας παρέλασης… Κι

ενώ οι παλμοί της καρδιάς χτυπάνε πιο δυνατά από τον ύμνο της χώρας σου, να

ανέβεις «εκεί». Εκεί, στο βάθρο. Μόνο εκείνοι του στάθηκαν. Εκείνοι που ξέρουν

το χιλιοστό που χωρίζει το βάθρο από το βάραθρο…