«Κατασκευασμένες» υποστηρίζει ο πρώην πρόεδρος Εφετών κ. Στέργιος Αλεξίου ότι

είναι οι κατηγορίες που του αποδίδει ο επί 20 χρόνια φίλος του κ. Κωνσταντίνος

Γιώτας, ότι δήθεν τον είχε καταγγείλει στις αρχές για ανάμειξη σε υπόθεση

εμπορίας ναρκωτικών.

Η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε και χθες με την κατάθεση του μηνυτή κ.

Κων. Γιώτα, ο οποίος απάντησε στις διευκρινιστικές ερωτήσεις του

κατηγορούμενου δικαστικού λειτουργού, ο οποίος κάνοντας χρήση των δικονομικών

του δικαιωμάτων προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ένοχος των πράξεων για

τις οποίες σε πρώτο βαθμό είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 33 μηνών με το

ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου.

Κατά τη διάρκεια των ερωταπαντήσεων ο καθένας από τους αντιδίκους επέμεινε

στις θέσεις του για την υπόθεση που απασχολεί εδώ και καιρό τη Δικαιοσύνη.

«Επί οκτώ χρόνια ο κ. Αλεξίου με κατηγορεί ότι είμαι έμπορος ναρκωτικών. Μου

έχει ρίξει τόνους λάσπη. Με έχει διαλύσει… Το ίδιο και η συγκατηγορουμένη

του οικονόμος κ. Ευθυμία Δημούδη», κατέθεσε ο κ. Γιώτας.

Εισαγγελέας: Είχε λόγο ο κ. Αλεξίου να σας καταγγείλει;

Μάρτυρας: Δεν βρίσκω κανένα λόγο. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι όλα

έγιναν μετά την καταγγελία για την κλοπή που διετύπωσα εις βάρος της κ.

Δημούδη, αδίκημα για το οποίο έχει αμετάκλητα καταδικαστεί.

«Όλα αυτά, κύριε πρόεδρε, είναι κατασκευασμένα. Δεν υπήρχε κλοπή. Οκτώ χρόνια

διασύρομαι και εγώ. Ρίχνουν λάσπη», αντέταξε ο κατηγορούμενος πρώην πρόεδρος

Εφετών, ο οποίος με τη σειρά του έχει καταθέσει μήνυση εις βάρος του κ. Γιώτα

για ψευδορκία, η οποία έχει προσδιορισθεί να εκδικασθεί σήμερα ενώπιον του

αρμόδιου δικαστηρίου της Ρόδου.

Για τον λόγο αυτό μάλιστα ο κ. Αλεξίου ζήτησε χθες από τους δικαστές του

Πενταμελούς Εφετείου της Αθήνας να διακόψουν για μία ημέρα τη δίκη, γιατί η

υπόθεση που εκκρεμεί στη Ρόδο κινδυνεύει να παραγραφεί. Το δικαστήριο από την

πλευρά του δεν δέχθηκε το σχετικό αίτημα και συνεχίζει σήμερα τη συνεδρίασή

του, ενώ επιφυλάχθηκε να αποφανθεί και επί των ενστάσεων που υπέβαλε ο κ.

Αλεξίου περί παραγραφής ορισμένων πράξεων και απαραδέκτου της άσκησης ποινικής

δίωξης για άλλο σκέλος της κατηγορίας που του αποδίδεται.