Αδυναμία επέδειξε στην πρώτη συνεδρίαση της εβδομάδας η χρηματιστηριακή αγορά

επηρεασμένη από τις ανησυχίες που έχει προκαλέσει η επίπτωση που θα έχει στην

ελληνική οικονομία και κατ’ επέκταση στις επιχειρήσεις η αύξηση της τιμής του

πετρελαίου και του δολαρίου. Η ενίσχυση της ανησυχίας των επενδυτών, η οποία

είχε αρχίσει να διαφαίνεται και την προηγούμενη εβδομάδα, υπερκάλυψε και τα

θετικά νέα για την επικείμενη αναβάθμιση της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς

από τον διεθνή οργανισμό FTSE International, η θετική εκτίμηση του οποίου

προστέθηκε στις πρόσφατες θετικές αξιολογήσεις αντίστοιχων οίκων αξιολόγησης

που απέδωσαν τα εύσχημα για τις προοπτικές της ελληνικής χρηματιστηριακής

αγοράς. Ο Γενικός Δείκτης συνέχισε την καθοδική τροχιά, που είχε την αφετηρία

της στην προηγούμενη εβδομάδα, κλείνοντας μειωμένος κατά 1,38% στις 4.146

μονάδες. Η αγοραστική διάθεση, σε αντίθεση με προηγούμενες συνεδριάσεις,

παρέμεινε και αυτή σε χαμηλά επίπεδα καθηλώνοντας την αξία των συναλλαγών

μόλις στα 73 δισ. Πιο ανθεκτική στις πιέσεις κατά τη χθεσινή συνεδρίαση ήταν η

παράλληλη αγορά και οι μετοχές των τραπεζών. Ο μεν δείκτης της παράλληλης

αγοράς κατέγραψε απώλειες 0,73%, δεδομένης της μικρής συναλλακτικής

δραστηριότητας που παρατηρήθηκε στις μετοχές του κλάδου. Ο δε τραπεζικός

δείκτης είχε αντίστοιχα ακόμη πιο περιορισμένες απώλειες (0,48%) καθώς οι

αντίστοιχες μετοχές παρά την αρνητική τροχιά της συνεδρίασης προσέλκυσαν το

περιορισμένο ενδιαφέρον των ξένων θεσμικών. Οι πιέσεις και οι ρευστοποιήσεις

που έκαναν την εμφάνισή τους στις τελευταίες συνεδριάσεις αποτελούν συνήθη

χρηματιστηριακή συμπεριφορά. Δεδομένου ότι σε μικρό χρονικό διάστημα η αγορά

επανέκαμψε από το χαμηλότερο κλείσιμο του έτους (που ήταν στις 3.402 μονάδες)

στις 4.200 μονάδες την προηγούμενη εβδομάδα, καταδεικνύει τη δυναμική της

αγοράς. Ιδιαίτερη αξία για την εκτίμηση και των μελλοντικών εξελίξεων από

πλευράς των επενδυτών θα πρέπει να έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της

τελευταίας ανόδου, η οποία συνοδεύτηκε τόσο από την επαναδραστηριοποίηση των

ξένων θεσμικών όσο και από την επιλεκτική τοποθέτηση όλων των επενδυτών σε

εταιρείες με ουσιαστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και δυναμική, οι οποίες

αναμένουμε να πρωταγωνιστήσουν τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.