Συμφωνώ και προσυπογράφω. Η άποψη πως εκτός από το δικαίωμα στη δουλειά

υπάρχει και το δικαίωμα στην τεμπελιά, ήταν ανέκαθεν το ανομολόγητο πιστεύω

μου. Εκείνο το «αργία μήτηρ πάσης κακίας» ουδέποτε με εξέφραζε. Φθονούσα

εκείνους που δήλωναν «εισοδηματίες» και ονειρευόμουν μια μέρα να γίνω ­

τρομάρα μου… ­ κι εγώ. Καθώς, όμως, η ζωή δεν με ήθελε κληρονόμο, αλλά μία

από τα δισεκατομμύρια των ταπεινών εργαζομένων, παρηγοριέμαι στη σκέψη πως

εσχάτως τις πεποιθήσεις μου συμμερίζονται ξένοι επιστήμονες, ερευνητές,

ψυχολόγοι και ιστορικοί. Δεν υιοθετούν ακριβώς το «γλυκύ το να μην κάνεις

τίποτα», διακηρύσσουν, όμως, πως «η τεμπελιά κάνει καλό», «όσο λιγότερες ώρες

στο γραφείο τόσο καλύτερα», και ­ το βασικότερο ­ «μία ώρα δουλειά, μία ώρα

ξεκούραση». Δεν βρίσκω τίποτα κακό στην απόλαυση της απραξίας με ρεμβασμό, με

ενθουσιάζει η σκέψη να χαίρομαι μικρά πράγματα ξεκούραστη και δίχως την απειλή

ότι η ανάγκη ­ ή η φωνή της συνείδησης… ­ θα ανακράξει «το διάλειμμα

τέλειωσε, τα κεφάλια μέσα»!

Με τη βεβαιότητα πως κανείς δεν γεννιέται εργασιομανής και ότι η εργασιομανία

είναι μία ασθένεια επίκτητη, που κάνει τους ανθρώπους ανταγωνιστικούς,

εριστικούς και εντέλει δυστυχείς, θα πρότεινα τουλάχιστον τη ρεαλιστική λύση

της επιστροφής στο μέτρο. Μέχρι εκεί που η δουλειά δεν προκαλεί στερητικά

σύνδρομα. Μέχρι εκεί που δεν ξεχνάει κανείς πόσο σοβαρό είναι να έχει χρόνο

για να γελάει και να χαίρεται και ­ το κυριότερο ­ να μην είναι σοβαρός.