Καθόμασταν στην πλατεία του χωριού και χαζεύαμε τα σπίτια γύρω μας. Κάποια,

άψογα διατηρημένα έμοιαζαν κοσμήματα, με τις σκαλιστές κορνίζες στα

πορτοπαράθυρα, την πέτρα και το ξύλο. Κάποια άλλα, σκέτη παραφωνία.

Αλουμινένια κουφώματα, κεραία τηλεόρασης και άλλες παρεμβάσεις. «Κοίτα τον

μ… τι πήγε και έκανε», συμφωνήσαμε όλοι.

Έτσι, αραχτοί, με την παγωμένη μπίρα στο χέρι, τον διαγράψαμε από τα κατάστιχα

των πολιτισμένων. «Όφειλε να σεβαστεί την παράδοση», συμφωνήσαμε

τσουγκρίζοντας τα ποτήρια. Αρχίσαμε τις θεωρίες για τους διατηρητέους

οικισμούς, λούσαμε με διάφορα επίθετα όλους εκείνους που «καταστρέφουν τα

πανέμορφα σπίτια τους» και περάσαμε σε άλλο θέμα.

Έτσι, καθισμένοι σε ένα καφενείο, πιάσαμε έναν άνθρωπο και τον χαρακτηρίσαμε,

τον απορρίψαμε. Καθόλου δεν μας απασχόλησε τι ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι

σήμαινε οικονομικά γι’ αυτόν να ξαναφέρει το σπίτι στην προηγούμενή του

κατάσταση. Του στερήσαμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία (διπλά

παράθυρα, για παράδειγμα), όπως ακριβώς κάνουμε κι εμείς στα σπίτια μας, για

να βελτιώσει τη ζωή του. Απλώς και μόνο γιατί είχε την ατυχία να ζει σ’ ένα

νησί, σ’ ένα παλιό σπίτι.

Έτσι, απολαμβάνοντας την πολυτέλεια του ελεύθερου χρόνου των διακοπών,

διατηρήσαμε ως αποκλειστικό μας δικαίωμα την αισθητική και, με μια αφ’ υψηλού

κριτική, καταδικάσαμε τους υπολοίπους.

Στη συζήτησή μας ξεχάσαμε να πούμε ότι τις δικές μας άθλιες πολυκατοικίες τις

κάνουμε λίγο πιο άθλιες προσθέτοντας πέργκολες και κλείνοντας τις βεράντες με

τζάμια, αδιαφορώντας για τη γενική αισθητική.