Η στερεότυπη απεικόνιση του Δασκαλογιάννη, όπως αποκρυσταλλώθηκε από τον

Στέφανο Ξανθουδίδη στην Επίτομο Ιστορία της Κρήτης (1909).

Όπως στον ξεσηκωμό του Μοριά πρωτοστάτησαν οι Μανιάτες και στην Ήπειρο

κινήθηκαν οι Σουλιώτες, επίκεντρο των επαναστατικών γεγονότων στην Κρήτη

υπήρξαν τα Σφακιά.

Η επαρχία των Σφακίων καταλαμβάνει μια επιφάνεια 470 τετραγωνικών χιλιομέτρων,

στη νότια πλευρά της δυτικής Κρήτης, και η γεωμορφολογία της δημιουργεί

αυθόρμητα την αίσθηση ενός φυσικού οχυρού, με μοναδικό άξονα πρόσβασης τον

δύσβατο δρόμο που έρχεται από τον Αποκόρωνα, μέσω του φαραγγιού του Κατρέ.

Τέσσερα μικρά οροπέδια (Ασκύφου, Ανώπολης, Νίμπρου και Καλλικράτη) αποτελούν

τις μόνες πινελιές ηπιότητας στο κακοτράχαλο τοπίο που διασχίζουν αλλεπάλληλα

βαθιά φαράγγια, από τις απόκρημνες κορυφές των Λευκών Ορέων (Μαδάρες, 2.452

μέτρα) ώς τις βραχώδεις ακτές του Λιβυκού Πελάγους. Οι Σφακιανοί είχαν κάνει

αισθητή την ιδιαιτερότητά τους ήδη από τα χρόνια της Βενετοκρατίας. «Μ’ ένα

μεγάλο μαχαίρι μπροστά και τη σπάθα κατά την ελληνική συνήθεια

πηγαίνουν πάντοτε με το τόξο στον ώμο και στο πλευρό έχουν μια φαρέτρα

γεμάτη βέλη, που τα τοξεύουν εξαίρετα, ενώ πολλοί επίσης είναι

εξαιρετικοί αρκοβουζιέροι, και η σπουδαιότερη απασχόλησή τους είναι η

βοσκή προβάτων και αιγών», σημειώνει ο Jacopo Foscarini στα 1575.

Το λιμάνι του Λουτρού σε χαλκογραφία του Βενετού χαρτογράφου Marco Boschini (1651)

«Και μια ντουφέκα γαργερή βαστούσιν εις τη χέρα, στη μέση ένα

μπίστολο και μια σκουρομαχαίρα», αναφέρει ο άγνωστος ποιητής δύο σχεδόν

αιώνες αργότερα, μαρτυρώντας τον εκσυγχρονισμό του οπλισμού τους.

Η συμμετοχή τους σε αρκετές από τις εξεγέρσεις του νησιού, οι επιδρομές που

πραγματοποιούσαν από καιρό σε καιρό στις γειτονικές πεδινές επαρχίες εις βάρος

των «κατωμεριτών», αλλά και οι αιματηρές βεντέτες που ξεσπούσαν ανάμεσα στα

διάφορα σόγια, προκαλούσαν συχνά την επέμβαση των βενετικών και στη συνέχεια

των τουρκικών αρχών. Τα βουνά τους είχαν τότε απέραντα δάση από κυπαρίσσια,

πρίνους και άλλα δένδρα, που χρησιμοποιούνταν στην ξυλοναυπηγική, και έτσι ο

ορεσίβιος αυτός πληθυσμός των ένοπλων κτηνοτρόφων, που διαχείμαζε στους

παράλιους οικισμούς των νοτίων ακτών της επαρχίας του, είχε στραφεί από νωρίς

και προς τη θάλασσα, αρχικά με την υλοτομία και τη ναυπήγηση και στη συνέχεια

με δραστηριότητες στις οποίες τα όρια μεταξύ της εμπορικής ναυτιλίας και της

πειρατείας ήταν κάποτε δυσδιάκριτα, με επίκεντρο τον όρμο του Λουτρού. Επί

Οθωμανών υπάγονταν σε βακουφικό καθεστώς, δηλαδή τα φορολογικά έσοδα της

επαρχίας τους πήγαιναν στο ταμείο των ιερών πόλεων του Ισλάμ, γεγονός που

σήμαινε πρακτικά μια ευνοϊκότερη μεταχείριση σε ό,τι αφορά το ύψος και τον

τρόπο συγκέντρωσης των δοσιμάτων.

Ναυτικός χάρτης της Κρήτης από τη ρωσική χαρτογραφική αποστολή (1768-1774).

Λεύκωμα της έκθεσης: «Ρωσικοί χάρτες του Ελληνικού Αρχιπελάγους 18ος αιώνας»,

έκδοση της ελληνικής πρεσβείας Μόσχας, 1996

Στα χρόνια των Ορλωφικών, σημαντικότερη φυσιογνωμία των Σφακίων αναδεικνύεται

ο Ιωάννης Βλάχος. Εύπορος πλοιοκτήτης τεσσάρων τρικάταρτων καραβιών,

εγγράμματος, γεγονός στο οποίο οφείλεται η προσωνυμία Δασκαλογιάννης,

ήταν κετχουντάς της περιφέρειας μαζί με τον αδελφό του, δηλαδή

εκπροσωπούσε τα Σφακιά ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Χάρη στις επαφές του με

τον Εμμανουήλ Μπενάκη στη Μάνη και πιθανότατα με τον Παπαζώλη και τον Θεόδωρο

Ορλώφ, μυήθηκε στα σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης ήδη από το 1769 και αμέσως

άρχισε να προπαρασκευάζει τους Σφακιανούς, προκειμένου να συμμετάσχουν στις

επικείμενες εξελίξεις, παρά τις αντιρρήσεις αρκετών συμπατριωτών του.

Η εξέγερση ξεκίνησε το Πάσχα του 1770, όταν οι Σφακιανοί αρνήθηκαν την

καταβολή του κεφαλικού φόρου και πραγματοποίησαν επιδρομές στις γειτονικές

πεδινές επαρχίες, αλλά σύντομα οι Οθωμανοί εξεστράτευσαν κατά των Σφακίων

ορμώμενοι από τον Αποκόρωνα, ενώ ο στόλος τους απέκλεισε τη νότια ακτή, στο

Λουτρό και τον Μπροσγιαλό, έχοντας εντολή από την Κωνσταντινούπολη «να

προβούν εις την σφαγήν και τον αφανισμόν των στασιαστών διά του καθαρού ξίφους

του Ιερού Νόμου». Αν και οι πρώτες συγκρούσεις στις περιοχές της Κράπης

και του Κατρέ έληξαν υπέρ των εξεγερμένων, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προ

της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού, ο οποίος κατελάμβανε το ένα μετά το άλλο

τα χωριά της επαρχίας, και τελικά στα τέλη της άνοιξης εισήλθε στη Χώρα

Σφακίων και την Ανώπολη. Ο σκληρός πυρήνας των εξεγερμένων αποσύρθηκε στα

ορεινά, όπου συνέχισε να αντιστέκεται για ένα διάστημα, αλλά προ της

συστηματικής πυρπόλησης των οικισμών, της λεηλασίας των περιουσιών και της

αιχμαλωσίας μεγάλου αριθμού κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων και μελών της

οικογένειάς του, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε τελικώς να παραδοθεί. Οι

τελευταίοι εναπομείναντες επαναστάτες συνθηκολόγησαν την επόμενη άνοιξη, ενώ ο

Δασκαλογιάννης μεταφέρθηκε στο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου εκτελέστηκε δι’

εκδοράς, πιθανότατα στις 17 Ιουνίου του 1771.

***

Η Χώρα Σφακίων σε χαλκογραφία του Βενετού χαρτογράφου Marco Boschini (1651)

Τα γεγονότα της επανάστασης του 1770-1771 στα Σφακιά απαθανατίστηκαν δεκαέξι

χρόνια αργότερα στο λεγόμενο «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», αποτελούμενο

από 1.032 στίχους, που αποδίδεται στον αγράμματο ριμαδόρο Μπάρμπα Παντζελιό,

τυροκόμο από το Μούρι, καταγραμμένο διά χειρός του κτηνοτρόφου Αναγνώστη Σήφη

Παπα-Σκορδύλη (1786). Αποσπάσματα του ποιήματος είχαν δει το φως της

δημοσιότητας μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά στο σύνολό του δημοσιεύθηκε από

τον Γάλλο ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν το 1879 και στη συνέχεια από τον Εμμανουήλ

Βαρδίδη το 1888 και τον Παύλο Φαφουτάκη το 1889, σε ελαφρώς διαφορετικές

παραλλαγές. Εδώ παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το ελάχιστα

γνωστό εκτός Κρήτης, αλλά πολύ σημαντικό αυτό έργο:

«Δε δίδω ‘γώ δοσίματα, δε δίδω ‘γώ χαράτζια, κι ας μας επέψ’ ο βασιλειάς

χιλιάδες μπαϊράκια· ας μας επέψ’ ο βασιλειάς ασκέρια και πασάδες, μά ‘χουσιν

άντρες τα Σφακιά κι άξιους πολεμιστάδες […]

Και με τσοι πρώτους του Μωρηά έχομε συμφωνίες, τσοι Τούρκους να τσοι διώξωμε

να υπάσι τση Χιντίες.

Με τση Βλαχιάς τον Πρίτζιπα έχομε μιλημένα, Τούρκο να μην αφήσωμεν στον ντόπο

μας κιανένα· κι ο Μόσκοβος ογλήγορα καράβια θε να πέψη, τσοι δουλωμένους τσοι

Ρωμηούς, με μιάς να ξεμιστέψη […]».

Ετότες κι ο Πρωτόπαππας κουνεί την κεφαλή του, συλλογιασμένος βρίσκεται, πολλά

θωρ’ η ψυχή του.

«Δάσκαλε Γιάννη, λέει του, έλα στο λοϊσμό σου, ούλης τση Κρήτης το λαό θα

πάρης στο λαιμό σου· και θε να βάλης τα Σφακιά, εκεί που δε χωρούσι, ούλ’ οι

πασάδες κι η Τουρκιά επά θα μαζωχτούσι, κι ώστε ναρθούν τα κάτεργα κι’ ο

Μόσκοβος να φτάξη, δε θα ‘χη σπίτι Σφακιανός εις τα Σφακιά να κάτση».[…]

Ερειπωμένο κτίσμα στη Χώρα Σφακίων (Δ. Βασιλειάδης, Το Κρητικό Σπίτι, β’

έκδοση, Αθήνα 1983, σ. 248)

Μ’ άρθασι πάλι γράμματα εις του Δασκαλογιάννη, πως εσηκώθη η Βλαχιά κι η

Ρούμελη κι η Μάνη, πως στο Μωργιά Μοσκόβικες αρμάδες τριγυρίζου, και στη

στεριά σιμώνουσι, τα κάστρα φοβερίζου […].

Στση πρώτες μέρες τα’ Απριλιού, ένα κολατσιδάκι, οι Σφακιανοί σηκώνουσι στην

Κάρπη το σαντζάκι, μονομερίς σηκώνουνται, στα Κατωμέρια μπαίνου, τη συβουλή

του βασιλειά δεν στέκου ν’ ανημένου, τσοι Τούρκους διαγουμίζουσι, στα Κάστρα

κουβαλιούνται, κι όσοι ‘πομείναν στα χωργιά εις τα κονιάκια κλειούνται […].

Πορίζουσ’ απου τα Χανιά σαράντα μπαϊράκια, να υπάσι να τα κάψουσι του Γιάννη

τα κονάκια· Επρεμαζώχτηκ’ η Τουρκιά στου Μπαμπαλή το Χάνι, πάνω στην Κράπ’ οι

Σφακιανοί με το Δασκαλογιάννη· Και τα καράβια στο Λουτρό από ‘ξω σολατζάρου,

να βγη τση Κρήτης η Τουρκιά κι αυτά να ξεμπαρκάρου […].

Μαυρίζουσι τα ληόφυτα και ούλα τα χωράφια, από το πλήθος τση Τουρκιάς κι από

τα μπαϊράκια. […]

Και κάνουν πρώτο πόλεμον εις το Σελί τση Κράπης, πέφτουσι Τούρκοι αρίφνητοι κι

ο μέγας Τζιτζαράπης, πέφτου και δέκα Σφακιανοί, πολλοί κι ελαβωθήκα, εις τα

Σωμάρια βγήκασι κι ετοποθετηθήκα.

Ξαναρχινού τον πόλεμο κι οι Τούρκι είνιαι ‘πο κάτω, κι εσκοτωθήκαν εκατό εις

του Κατρέ τον πάτο […].

Μα η Τουρκιά ήτονε πολλή, αμέτρητες χιλιάδες, ασκέρια ντόπια ξενικά,

γιανίτζαροι, πασάδες. […]

Σάββατο μέρα φτάξασιν εις τω Σφακιώ τη χώρα, που η γη κι ο κόσμος έτρεμεν από

τα μοιρολόγια.

Η μια ‘κλαιγεν τον άντρα τση κι η άλλη τον υγιόν τση, άλλη τον αφεντάκη τση κι

άλλη τον αδερφόν τση.

Η μαχαίρα και η πιστόλα με μηχανισμό πυριτόλιθου που βρίσκονται στο Μουσείο

Μπενάκη και αποδίδονται στον Δασκαλογιάννη.

Το Μεσοχώρι, καίουσι, το Θόλος σε μιάν ώρα, Γεωργίτση και το Μπρος Γιαλό, τω

Σφακιανώ τη Χώρα, τσοι μαγατζέδες κάψανε, καίσι και τ’ αργαστήρια απού

πηγαίνασιν οι νειοί κι επαίζαν τα παιγνίδια· κι απ’ ης τα κατακάψασι χαλούν τα

μοναστήρια, κι απάνω στην Ανώπολιν εστέξα τα τσαντήρια.[…]

Στον Πόρον ήτ’ ο Δάσκαλος, γράφει να μαζωχτούσι, κι όσο το γληγορήτερο στα

Κρούσσια να ‘βρεθούσι.[…]

Εκεί πρεμαζωχτήκασι μα Σφακιανοί ‘σαν μόνο, ωσά στραθιώτες άγγελοι εις του

Θεού το θρόνο.

Στη μέση στέκ’ ο Δάσκαλος ζωσμένος το σπαθί του, κι εφόρειε το μπουρνούζο του

κι έλαμπεν το κορμί του· λέει «Μας έγραψ’ ο Πασάς, να υπά να τον ιδούμε, τ’

άρματα να του δώσουμε και φίλοι να γενούμε, κι εγώ θα πάω μοναχός να τον

προϋπαντήσω, κι ανέ μ’ αφήση ζωντανόν, οπίσω θα γυρίσω» […].

Ετότες τ’ αποκρίθηκε και ο Μπουνατογιάννης, «Δάσκαλ’ ιντάνιε τα μιλείς κι αυτά

π’ αναθιβάνης;

Ανέ κατέβης στου Πασά να τόνε προσκυνήσης, εγώ δε το πιστεύω πλειό πως θα

ξαναγυρίσης.

Εμείς εσηκωθήκαμε Τούρκους να πολεμούμε, κι όι να προσκυνήσωμε, να πά να

σκλαβωθούμε» […].

Και λέει κι ο Μανούσακας με τον Πατερογιώργη «Ούλοι θα φουργιαρέψωμε εις τα

βουνά, στα όρη, νάν’ τα φαράγγια, τα βουνά κι οι νταύκοι κατοικιά μας, παρά να

τα σκλαβώσωμε σήμερο τα παιδιά μας. Μαζί να μας θερίσουσιν η πείνα και το

χιόνι, γη το μαχαίρι των Τουρκών, οι μπάλες, το κανόνι». […]

Κι οι Τούρκοι στην Ανώπολι τα παίξαν τα παιγνίδια κάτω στο Φραγγοκάστελλο τα

‘στέξαν τα τσαντήρια· ούλα τα σπίθια καίουσι, τ’ αμπέλια ξερριζώνου, και

κόβουσι και τις μουρνιές, τσ’ εληές τση ξεπατώνου [..].

Κλαίσιν τα Σφακιανά χωριά μαζί κι ο Αϊ-Γιάννης, κλαίει κι ο πρώτος των Σφακιώ,

ο Δάσκαλος ο Γιάννης· κλαίει πως εσκλαβώθησαν οι δυό του θυγατέρες, πολύ κακόν

εγίνικεν εκείνες δα τση μέρες! […]

Μά’ γραψε πάλιν ο Πασάς εις το Δασκαλογιάννη, λόγια πολύ λυπητερά με πράσινο

μελάνι. «Δάσκαλε Γιάννη τω Σφακιώ, έλα να μ’ ανταμώσης, και τα πουλιά π’

αγρίγιεψες πάσκισε να μερώσης […].

Πού είν’ ο Μπέης του Μωρηά κι ο Μπέης ‘που τη Μάνη, απού σας εγελάσανε αυτοίν’

οι Μοσκοβάνοι;

Ο Βλάχος είνε στη Βλαχιά, την έπαθ’ ο Μανιάτης, και η Ρουσσία κάθεται στα μέρη

τα δικά της […].

Σαν έρθης να μιλήσωμε κι επά ν’ ανταμωθούμε, ούλα θε να συμπαθηστού και φίλοι

θα γενούμε». […]

Παν του Δασκάλου τη γραφή πιάνει και τη διαβάζει, τ’ αμμάθια του δακρύζουσι

και βαρειαναστενάζει.

«Εγώ θα πάω στου Πασά μαγάρι να με πνίξη, μη σιοξεβγάλη τα Σφακιά κι ούλα να

τ’ αφανίση». […]

Μα βουρκωμένος προπατεί και πάει ν’ αλαργάρη, μέσα η καρδιά του σκλίβωσε κι ας

ήτον παλληκάρι· Κι όντεν επέρνα στο χωριό, τ’ αμμάθια τα’ εδακρύζα, απώβλεπε

τα σπίθια του ακόμη κι εκαπνίζα […]

Στο Κάστρο τον επέμψασι το Δάσκαλον το Γιάννη, να τον υπάν εις του Πασσά επάνω

στο ντιβάνι […]

«Καλώς τονε το Δάσκαλο, τον πρώτο των κρουσάρω, απού μου ‘μήνα κι ελεγε ‘τση

χώρες σου θα πάρω’. […]

Γλήγορα πάρετέ τονε να φύγ’ από μπροστά μου, να τον ιδώ δίχως πετσί να

δροσιστ’ η καρδιά μου».

Το Δάσκαλον εγδάρασιν κι άλλους πολλούς επνίξα, και τσ’ άλλους τσ’

αποδέλοιπους στη φυλακή τσ’ ερρίξα».

Επιλογή βιβλιογραφίας

Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, Αθήνα 1888.

Εμμανουήλ Βαρδίδης, Κρητικαί Ρίμαι – Τα τραγούδια Δασκαλογιάννη και

Αληδάκη, Αθήνα 1888.

Παύλος Φαφουτάκης, Συλλογή Ηρωικών Κρητικών Ασμάτων εις την δημώδη

γλώσσαν, Αθήνα 1889, ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 1994.

Βασίλειος Λαούρδας, «Η επανάστασις των Σφακιανών και ο Δασκαλογιάννης,

κατά τα έγγραφα του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου», Κρητικά Χρονικά

11947, σ. 275-290.

Βασίλειος Λαούρδας, Μπάρμπα Παντζελιού – Το τραγούδι του

Δασκαλογιάννη, Ηράκλειο 1947.

Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 4ος,

Θεσσαλονίκη 1973, σ. 405-408.

Πάρις Στ. Κελαϊδής, Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη (Κρήτη 1770),

Αθήνα 1978 (με ανατύπωση του τραγουδιού από την έκδοση του 1888).

Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990.

Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών

του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών