Επτανήσιοι ευγενείς, Μουσείο Ζακύνθου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ’,

σ. 215)

Στις αρχές του 17ου αιώνα, η Ζάκυνθος μετρούσε κοντά 120 χρόνια κάτω από το

μανδύα της Βενετίας. Η βενετική παρουσία εξασφάλιζε για το νησί μία

σταθερότητα, που μεταφράστηκε σε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, οργάνωση του

θεσμικού πλαισίου στην οικονομία, τη Δικαιοσύνη, την κοινωνική διαστρωμάτωση,

την Εκκλησία. Η μεγάλη κινητικότητα του πληθυσμού προς τη Βενετία

(μετανάστευση, σπουδή, εμπόριο) συνεπαγόταν επίδραση στον χώρο των ιδεών και

των νοοτροπιών. Οι δυσλειτουργίες του συστήματος ­ και υπήρχαν πολλές ­ δεν

απείλησαν τη συνέχειά του, τουλάχιστον μέχρι τα μισά του 18ου αιώνα.

Οι βασικές πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές λειτουργίες του νησιού

είχαν ανατεθεί στη βενετική Διοίκηση (ο προβλεπτής και οι δύο σύμβουλοί του)

που συνεπικουρούνταν από άλλους Βενετούς αξιωματούχους. Η αυτοδιοίκηση είχε

ανατεθεί στο «σώμα των πολιτών» του νησιού, σ’ αυτούς που η ιστοριογραφία μας

τους γνώρισε ως «ευγενείς». Τα άρρενα ενήλικα μέλη του συνόλου των πολιτών

αποτελούσαν το Γενικό Συμβούλιο, που κάθε χρόνο εξέλεγε από τους κόλπους του

150 μέλη (το Μικρό Συμβούλιο) από τα οποία εκλέγονταν τα αξιώματα της

αυτοδιοίκησης.

Οι πολίτες (οι «ευγενείς», δηλαδή) ήταν οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να

συμμετέχουν στην αυτοδιοίκηση, οι μόνοι που είχαν πολιτικά δικαιώματα.

Το να είναι κανείς πολίτης θεωρούνταν αξιοζήλευτο προνόμιο, όχι μόνο για το

κύρος που συνόδευε την ιδιότητα αυτή, αλλά και για τις υλικές απολαβές που

συνεπαγόταν η άσκηση εξουσίας. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι της πόλης, οι

ποπολάροι, στερούνταν τέτοιων δικαιωμάτων· για τους χωρικούς ούτε

λόγος!

Η άσκηση της εξουσίας έχει πάντα τα ίδια συνεπαγόμενα: την αλλοτρίωση, την

περιχάραξη, την τάση μονοπώλησης. Οι πολίτες της Ζακύνθου, οι πιο ισχυροί απ’

αυτούς, όπως και των άλλων νησιών, στο β’ μισό του 16ου αιώνα θέλησαν να

μονοπωλήσουν τη διαχείριση της εξουσίας, αποκλείοντας από τα κοινά τους άλλους

πολίτες, που διέθεταν λιγότερο κύρος, λιγότερη δύναμη. Η Βενετία το απέτρεψε,

αλλά οι τάσεις περιχάραξης του ισχυρού πυρήνα ήταν πλέον φανερές.

Οι ποπολάροι μπορεί να μην είχαν τα παραπάνω δικαιώματα, όσοι, όμως, απ’

αυτούς ανέβαιναν κοινωνικά, υιοθετούσαν τα ιδεώδη των πολιτών και αποδέχονταν

το κυρίαρχο ιδεολογικό οπλοστάσιο: στόχος τους ήταν η ένταξη στο στρώμα των

πολιτών, όχι η σύγκρουση: «περιστρέφονταν γύρω από τον ήλιο της ευγένειας»,

όπως ωραία το διατύπωσε ο F. Braudel, μιλώντας για τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα.

Περίπου μέχρι το 1600, όσοι πλούτιζαν και δεν ασκούσαν πια «χειρωνακτική

τέχνη» κατόρθωναν σε μεγάλο βαθμό να αποκτούν το δικαίωμα του πολίτη, μιας και

τα θεσμικά κριτήρια για την αναγνώριση των προσόντων ήταν χαλαρά. Η

οικονομική, όμως, ανάπτυξη (κυρίως μέσω του εμπορίου της σταφίδας), επέτρεπε

σε όλο και περισσότερους να διεκδικούν την είσοδο στη χορεία των πολιτών.

Αυτονόητη συνέπεια, το σώμα των πολιτών ζητούσε όλο και πιο επίμονα από τη

Βενετία να επιβληθούν αυστηρότεροι όροι για την ένταξη νέων μελών: κινδύνευε η

καθαρότητα του σώματος, έλεγαν. Κινδύνευε μάλλον το μονοπώλιο της εξουσίας

τους.

Πράγματι, αυστηρότεροι όροι τέθηκαν. Τώρα, στις πρώτες δεκαετίες του 17ου

αιώνα, όλο και λιγότεροι πετύχαιναν την ένταξη στους πολίτες. Αν σκεφτούμε ότι

αυτό αποτελούσε το ασφαλές επιστέγασμα μιας επιτυχούς οικονομικής πορείας

μίας, δύο ή τριών γενεών, κατανοούμε ότι οι αποτυχόντες αποτελούσαν έναν

πυρήνα έντονης δυσαρέσκειας, μία πηγή καταγγελτικού λόγου για την πολιτεία των

«ευγενών». Οι δυσαρεστημένοι ισχυροί ποπολάροι, φυσικά για ευνόητους λόγους,

υποδαύλιζαν το μίσος της μάζας για τους πολίτες. Αιτίες, άλλωστε, υπήρχαν

πολλές.

Οι πολίτες κρατούσαν στα χέρια τους την καθημερινότητα του νησιού. Ήταν

συνυπεύθυνοι με τους Βενετούς αξιωματούχους για την ευταξία, για τη διαχείριση

του δημοσίου χρήματος, για την απονομή της δικαιοσύνης, για τον εφοδιασμό του

νησιού με σιτάρι, για την ενημέρωση της Βενετίας για τα τοπικά προβλήματα

κ.λπ. Τι χρήση έκαναν αυτής της εξουσίας; Δεν υπήρξε καμία περίπτωση ελέγχου

των δημοσίων ιδρυμάτων από τα ανώτερα βενετικά όργανα που να μη διαπιστώθηκε

κακή διαχείριση, αμέλεια και διασπάθιση του χρήματος. Για τη δικαιοσύνη, οι

γνώμες συνέκλιναν. «Οι Διοικήσεις δεν δικάζουν», «τιμωρούνται μόνον οι

φτωχοί», «η διάπραξη εγκλημάτων είναι πράξη εμπορική»: έτσι εκφραζόταν το 1631

ο γενικός προβλεπτής Αντώνιο Πιζάνη και αναφερόμενος στην κερδοσκοπία στα

σιτηρά προειδοποιούσε: «Γι’ αυτό υποφέρει ο λαός, γιατί τρώει το ψωμί

πανάκριβο». Οι ανώτεροι Βενετοί ελεγκτές τόνιζαν συχνά τη συνευθύνη των

ντόπιων πολιτών και των Βενετών διοικητών, που συχνά, πολύ συχνά, έβλεπαν τη

διοίκηση ως μέσο πλουτισμού. Το 1610 ο προβλεπτής Μικέλ Πριούλι κατηγορήθηκε

για ατασθαλίες στη Σιταποθήκη, το 1628 ο Μαλιπιέρο για ευνοιοκρατία στην

ενοικίαση των φόρων, το 1629 ο Ιάκωβος Μπέμπο για συνεργασία με τους Άγγλους

στο λαθρεμπόριο της σταφίδας και για παράβαση των νόμων της Υγιεινής σχετικά

με την προστασία του νησιού από την πανούκλα· και άλλοι πολλοί, συχνά.

Είναι, αλήθεια, πάντως, ότι κάποιες φορές οι ευθύνες για οικονομικές

ατασθαλίες έπεφταν και σε κάποιους ποπολάρους που εξαιτίας της οικονομικής

τους επιφάνειας, του κύρους τους και των σχέσεών τους με τους πολίτες

κατόρθωναν να διεισδύσουν σε θέματα διαχείρισης του χρήματος (μεταφορά

σιτηρών, ενοικίαση φόρων, εγγυήσεις για διαχείριση του δημοσίου χρήματος

κ.λπ.).

Το 1623 ένα στοιχείο ήρθε να επιβαρύνει το τεταμένο κλίμα. Η φρούρηση των

παραλίων της πόλης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες για τον φόβο των πειρατών

ανετίθετο όχι στους κατοίκους της πόλης, αλλά στους χωρικούς, οι οποίοι

επιπλέον φρουρούσαν και τα άλλα παράλια του νησιού. Ο γενικός προβλεπτής

Αντώνιο ντα Πόντε, όμως, θέλησε να σταματήσει την αδικία. Αποφάσισε να

οργανωθούν 14 συντροφίες των εκατό ατόμων, μία από κάθε ενορία της

πόλης. Όλοι ανεξαιρέτως οι ποπολάροι θα υπηρετούσαν υπό τις διαταγές 14

πολιτών καπετάνιων.

Καταγγελτική αφίσα για τη διοίκηση του προβλεπτή Μπέμπο, που εμφανίστηκε στην

πόλη της Ζακύνθου το φθινόπωρο του 1629. Οι Αρχές δεν κατόρθωσαν να

ανακαλύψουν τους ενόχους. Το σκίτσο του προβλεπτή συνοδεύεται από ένα

οργισμένο στιχούργημα: «Δυστυχισμένη πόλη, που όλοι αναφωνούν ότι ο προβλεπτής

καθόλου δε φροντίζει για σένα, αλλά ανέμελα σε στραγγαλίζει. Ακόμη και στην

Υγιεινή, που όλοι τη σέβονται, αυτός δείχνεται όχι πατέρας της Ζακύνθου, αλλά

της Αγγλίας». (Κρατικό Αρχείο Βενετίας)

Άρχισαν οι αντιδράσεις. Ο προβλεπτής Αλβίζε Τιέπολο το 1626 ειδοποιούσε τη

Βενετία ότι οι ποπολάροι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν, αλλά εθελοντικά και

όχι υπό την αρχηγία των πολιτών. Γιατί; Γιατί αρχηγοί των φρουρών ετίθεντο,

κυρίως, νεαροί βλαστοί πολιτών που αρέσκονταν να κάνουν επίδειξη ισχύος στα

μέλη της συντροφίας τους, να εξαναγκάζουν τους ποπολάρους σε προσωπικές

αγγαρείες, να τους ζητούν μεγάλα ποσά για να τους εξαιρέσουν από την υπηρεσία

και, τέλος, ­ αυτό καταγγέλθηκε πολύ συχνά ­ να πηγαίνουν στις γυναίκες τους,

ενώ εκείνοι υπηρετούσαν στις φρουρές, τη νύχτα. Για μεν τους φτωχούς

ποπολάρους ετίθετο θέμα τιμής, αλλά και επιβίωσης, για δε τους πλουσιότερους

ποπολάρους ήταν περισσότερο θέμα κύρους, γοήτρου μέσα στην τοπική κοινωνία.

Μία παράμετρος των εξελίξεων, ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφύγει. Μπορεί οι

πολίτες να υποτιμούσαν τους ποπολάρους και οι τελευταίοι να μισούσαν ή να

ανταγωνίζονταν τους πρώτους, όμως και οι δύο μαζί θεωρούσαν υποδεέστερους τους

χωρικούς. Ήδη από τον Μεσαίωνα, στη βάση της «αστικής ιδιότητας» υπήρχε η

σταθερή υποτίμηση της υπαίθρου. Οι κάτοικοι της πόλης υπεράσπιζαν τα αστικά

προνόμιά τους, πολεμώντας να μη γυρίσουν στα πολυποίκιλα δεσμά της υπαίθρου.

Όσο κι αν υπήρχε καθημερινή και μόνιμη επικοινωνία πόλης – υπαίθρου, οι δύο

πόλοι αλληλοαγνοούνταν, αλληλοεχθρεύονταν. Σε όλη την Ευρώπη, αν οι ευγενείς

είχαν από αιώνες επενδύσει φιλοσοφικά – θεολογικά την πρωτοκαθεδρία τους («η

κοινωνική δομή εκφράζει το φυσικό μοντέλο και τη θεία βούληση»), τα υπόλοιπα

αστικά στρώματα αγωνίζονταν με πολύ πιο υλικούς, οικονομικούς όρους να

σταθεροποιήσουν θεσμικά τη θέση τους, τουλάχιστον την ανωτερότητά τους ως προς

την ύπαιθρο. Δεν δέχονταν τον υποβιβασμό. Οι ποπολάροι της Ζακύνθου, έτσι,

ένιωσαν ότι η καταγραφή στις φρουρές τούς αφαιρούσε το αναγνωρισμένο προνόμιο

της απαλλαγής από την υποχρεωτική υπηρεσία, τους υποβίβαζε στην κατάσταση των

χωρικών, που υφίσταντο ποικίλες αγγαρείες. Άλλωστε, θα δούμε, το διακήρυξαν

καθαρά. Αν στο ζήτημα αυτό προσθέσουμε και την αυθαιρεσία των πολιτών

καπετάνιων, κατανοούμε ότι η έκρηξη ήταν θέμα χρόνου.

Μάιος του 1628. Ο προβλεπτής Πιέρο Μαλιπιέρο πληροφορούσε τη Βενετία ότι

παρουσιάστηκε στο παλάτι του μία αντιπροσωπεία των ποπολάρων για να

καταγγείλει τις αυθαιρεσίες των καπετάνιων, δηλώνοντας ότι δεν θα υπηρετούσαν

πλέον υπό τις διαταγές τους. Ο σύγχρονος των γεγονότων «ευγενής» Άγγελος

Σουμάκης καταγράφει τον λόγο τους: έλεγαν «πως οι άρχοντες δεν το έκαναν με

άλλο τέλος, παρά διά να τους βάλλουν εις την υποταγήν τους, ωσάν τους

ξεχωρίταις, διά να τους σέρνουν οπού και αν θέλουν εις σε πόλεμο και εις

δούλεψι, και εις πάσαν άλλην υπόθεσι». Οι θιγόμενοι αντέδρασαν. Ο Μαλιπιέρο,

όμως, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις και φροντίζοντας για την ασφάλεια του

νησιού, αντικατέστησε τους πολίτες με καπετάνιους «από τους πιο σημαντικούς

ποπολάρους». Ανήκουστο! Θα μπορούσαν, λοιπόν, τώρα και κάποιοι ισχυροί

ποπολάροι ν’ αποκτήσουν «πολεμικές περγαμηνές», όπως από αιώνες οι πολίτες του

νησιού; Ο προβλεπτής φαίνεται πως αναγνώριζε το δίκαιο των καταγγελιών των

ποπολάρων· οι πολίτες, πάντως, δεν παρέλειψαν να τον κατηγορήσουν ότι

δωροδοκήθηκε.

Αρχές Ιουνίου. Το ποτάμι αρχίζει να φουσκώνει επικίνδυνα, η κρίση αρχίζει να

γενικεύεται. Μία λαϊκή συνέλευση εξέλεξε 4 λαϊκούς αντιπροσώπους, τους

«επιτρόπους του λαού». Στόχος τους θα ήταν η υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων

απέναντι στις καταχρήσεις των πολιτών. Τέθηκαν τα γνωστά θέματα: οι εισαγωγές

στο Συμβούλιο της Κοινότητας, οι φρουρές και οι καταχρήσεις των οικονομικών

της Σιταποθήκης, του Νοσοκομείου και του Ταμείου των σκλάβων. «Η φτωχολογιά μ’

αυτή την πρώτη κίνηση θέλησε να δώσει τέλος και σε κάθε άλλη διαφορά και να

αποσείσει την τυραννία που υποστηρίζει ότι υφίσταται από τους πολίτες»: έτσι

εκτίμησε την κατάσταση ο προβλεπτής Μαλιπιέρο.

Ένα ρήγμα απειλούνταν τώρα στην αυτοδιοίκηση. Καθένας, θεωρητικά, μπορούσε να

αποταθεί στη Διοίκηση ή στη Βενετία, προσωπικά ή μέσω επιτρόπου,

αντιπροσώπου δηλαδή. Όμως, δικαίωμα συλλογικής έκφρασης είχε μόνο η Κοινότητα

και δεν επιτρέπονταν συλλογικές διαδικασίες, «συσσωματώσεις», εκτός της

Κοινότητας, ούτε προβλεπόταν δικαίωμα των ποπολάρων στη συνδιαχείριση των

δημοσίων ιδρυμάτων ή στην αυτοδιοίκηση: αυτό ήταν το μονοπώλιο των πολιτών. Οι

ποπολάροι μπορούσαν να ορίσουν έναν επίτροπο για να τους εκπροσωπήσει για ένα

ορισμένο ζήτημα, αλλά αυτό δεν μπορούσε να γίνει μόνιμα, να γίνει

θεσμός, διότι έτσι θα δημιουργούνταν ένας δυϊσμός εξουσίας στο νησί. Το σύνολο

των ποπολάρων, το σύνολο του πληθυσμού γενικά, έπρεπε να εκφράζεται μέσω των

οργάνων της Κοινότητας των πολιτών. Τώρα, όμως;

Πρεσβείες πήγαν και ήρθαν στη Βενετία και από τις δύο πλευρές. Η Σύγκλητος

θορυβήθηκε από την οξύτητα της έντασης και στις 26 Ιουλίου διέταξε τον

επιθεωρητή του στόλου Αντώνιο Τσιβράν, που ήδη βρισκόταν σε περιοδεία στα

νησιά, να επιληφθεί.

Ένα θερμό καλοκαίρι πάει να κορυφωθεί. Ο Τσιβράν έφτασε στη Ζάκυνθο την πρώτη

εβδομάδα του Αυγούστου. Ο Βενετός αξιωματούχος δεν έμοιαζε και πολύ

διαλλακτικός άνθρωπος. Οι πολίτες τον είδαν σαν από μηχανής θεό. Οι δύο

πλευρές τού υπέβαλαν θέσεις και καταγγελίες. Τα κείμενα των ποπολάρων

χρωμάτιζαν με τα πιο μελανά χρώματα την εικόνα των πολιτών, αλλά αυτό δεν τον

επηρέασε. Οι ανακρίσεις για τις καταχρήσεις των πολιτών δεν ολοκληρώθηκαν.

Εκείνο που πρώτευε στη σκέψη του ήταν η αποκατάσταση του καθεστώτος των

φρουρών. Με προκηρύξεις του, το Σάββατο 16 Αυγούστου καλούσε όλους τους

ποπολάρους να παρουσιαστούν την άλλη ημέρα στην ανοιχτή περιοχή του Άμμου, για

να καταγραφούν στα στρατιωτικά κατάστιχα. Στόχος του ήταν να επαναφέρει τους

πολίτες καπετάνιους.

Η επόμενη ημέρα θα έμενε στη μνήμη των ανθρώπων: επρόκειτο να είναι η πιο

γνωστή ημέρα στα 300 χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στη Ζάκυνθο.

«Όταν το νησί της Ζακύνθου μπήκε κάτω από τη σκιά της Γαληνότατης

Δημοκρατίας της Βενετίας, ήταν έρημο και ακατοίκητο. Επιθυμώντας (η Βενετία)

να αυξήσει τους κατοίκους του, διακήρυξε ότι όποιος θα ερχόταν να κατοικήσει

θα πλήρωνε μόνο τη δεκάτη. Αυτό έγινε πριν περίπου 140 χρόνια. Ήρθαν πολλοί

άνθρωποι, και μετά από κάποιο διάστημα, θέλοντας να οργανώσουν τη διακυβέρνησή

τους, ζήτησαν από τη Γαληνότητά της να τους επιτραπεί να συστήσουν Συμβούλιο,

με σαφή στόχο να προστατέψουν την περιουσία των φτωχών, αλλά και να

διαχειριστούν τα δικά τους δίκαια αιτήματα, αποσκοπώντας σε αγαθότατο τέλος

και στην προστασία της φτωχολογιάς. Εδώ και αρκετό καιρό, όμως,

εγκαταλείποντας αυτό τον ορθό σκοπό ασκούν τα υπουργήματα, όχι για τη σωτηρία

της πόλης, αλλά για να πετύχουν παράνομα οφέλη, με ανεπανόρθωτη βλάβη όλου του

λαού. Από την καταγγελία που υποβάλλουμε, η Εξοχότητά Σας θα αντιληφθεί, ότι

στόχος των πολιτών είναι να μας κρατούν υποταγμένους σαν σκλάβους, αν και δεν

είναι αυτό το πνεύμα του Γαληνότατου Πρίγκιπα».

Η εισαγωγή της καταγγελίας των ποπολάρων στον Αντώνιο Τσιβράν, τον Αύγουστο

του 1628. Ακολουθεί ένας μακρύς κατάλογος με εγκλήματα των πολιτών. Η

ατμόσφαιρα αυτή βρίσκεται στο φόντο των κινητοποιήσεων. Οι ποπολάροι ούτε

στιγμή δεν έπαψαν να πιστεύουν ότι η διόρθωση της πορείας θα έπρεπε να έλθει

από την υψηλή χείρα του δόγη της Βενετίας. (Κρατικό Αρχείο Βενετίας).

«Αληθινά όλοι οι άνθρωποι απεθυμούν ταις δόξαις και τιμαίς και εξουσίαις

αμή δεν ημπορούν να ταις έχουν, μόνον ο θεός έδωσε ταις χάραις μερικών και

ταις εξουσίαις, και οι κατώτεροι να ταις βλέπουν και να ταις τιμούν και να

στέκωνται εις την υποταγήν των μεγαλητέρων και εξουσιαστάδων, κατά πώς ο θεός

εμοίρασε τα πράγματα και να στέκωνται εις την τάξιν τους, και όχι πάσα ‘νου να

του δοθή να εξουσιάζη και να κάνη τον μεγάλον και τον άρχον και τον

κυβερνητήν, χωρίς να του πρέπη, μόνον ο πάσα ένας να γνωρίζη τον ευατόν του».

Άγγελος Σουμάκης, Διήγησις του ρεμπελιού των ποπολάρων. Για την

κυρίαρχη ομάδα των «ευγενών» τα μεσαιωνικής προέλευσης πρότυπα για την

κοινωνική ιεράρχηση ίσχυαν πάντα και στήριζαν την πίστη τους στο αναλλοίωτο

της κοινωνικής δομής.

Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι Διδάκτωρ Ιστορίας