Η αφορμή της επίκαιρης κρίσης είναι η αναγραφή του θρησκεύματος στις

ταυτότητες. Τα αίτια είναι οι αντιφάσεις που ταλανίζουν τις μετα-νεωτερικές

κοινωνίες. Σχετίζονται με το κλασικότερο πρόβλημα του ανθρώπινου είδους: Την

οντολογία της «Πόλης».

Δηλαδή, τη δημιουργία κοινωνιών, την ανάδειξη των πολιτειακών συστημάτων που

τις εκφράζουν και την ολοκλήρωση κοινωνίας και πολιτείας σ’ ένα αρμονικό,

λειτουργικό και βιώσιμο σύνολο.

Ακόμη και αν ταχθούμε κατά της αναγραφής και λησμονήσουμε πολλές απόψεις

πολιτικής ή μικροπολιτικής σκοπιμότητας, διαπιστώνουμε πως πολλά επιχειρήματα

σφάλλουν ως προς ένα τουλάχιστον θεμελιώδες ζήτημα: Θεωρούν την ολοκλήρωση

«κοινωνίας» και «πολιτείας» στην Ευρώπη όχι ως ιστορικό αιτούμενο, αλλά ως

ιστορικό κεκτημένο. Απλουστευτικά και ενίοτε προπαγανδιστικά, περιγράφουν τα

σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη ως ιδεατά πρότυπα Καντιανού ορθολογισμού, δημοκρατίας

και ανεπίστροφης προόδου. Αυτή η εκτίμηση είναι λάθος: Τα σύγχρονα ευρωπαϊκά

έθνη – κράτη είναι διφυούς και συχνά «διχασμένου» χαρακτήρα.

Στο εσωτερικό όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, συμπλέκονται άναρχα δύο κατ’

ουσίαν αντιθετικές τάσεις: Πρώτον, το φυσικό αίτημα των διακριτών ευρωπαϊκών

κοινωνιών για αυτονομία – ανεξαρτησία σε εθνική – κρατική βάση (το οποίο, με

αφετηρία την αντίσταση στη θεοκρατία, σφυρηλατεί τις εθνικές ιδιαιτερότητες

τους πέντε τελευταίους αιώνες). Δεύτερον, το πλήθος κοσμοπολίτικων

ιδεολογημάτων που αντλούνται από μερικά κείμενα του Διαφωτισμού, και τα οποία,

στον βαθμό όπου αναζητούν προσεγγίσεις διεθνιστικής οργάνωσης, εξ ορισμού,

αντιμάχονται τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Στο ιδεολογικό – φιλοσοφικό επίπεδο

αυτές οι τάσεις κατοπτρίζουν τις δύο κρατούσες και ταυτόχρονα αντιθετικές

παραδοχές: 1) Τη νεωτερική – εταιρική θεώρηση του κράτους (και κατά περίπτωση

των υπερεθνικών δομών). 2) Την κοινοτική κοσμοαντίληψη του έθνους – κράτους.

Η κοινοτική κοσμοαντίληψη, παραπέμπει στους κλασικούς φιλοσόφους και στην

«Πόλη». Αντλεί τα ερείσματά της από τη «ζωντανή κοσμοθεωρία» που είναι το ίδιο

το έθνος – κράτος και υπερτερεί για απτούς ουσιαστικούς λόγους: Τα έθνη –

κράτη αυξάνονται αριθμητικά, αντέχουν στα διαδοχικά κύματα διεθνισμών,

κοσμοπολιτισμών και ηγεμονικών ή αυτοκρατορικών επιδιώξεων και διαρκώς

καλλιεργούν την ιδεολογική τους αυτοδυναμία. Σημειώνεται ότι τις τελευταίες

δεκαετίες, το έθνος – κράτος επιβίωσε της μεγαλύτερης όλων των προκλήσεων,

δηλαδή των υπερεθνικών σχεδίων στην Ευρώπη.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σφοδρότητα της στοχαστικής και ιδεολογικής

διένεξης, αρκεί να αναφερθεί πως η ακραία νεωτερική – εταιρική θεώρηση,

εκλαμβάνει τον άνθρωπο ως αδιαφοροποίητο άτομο και τη ρύθμιση των σχέσεων

μεταξύ ατόμων ως συνάρτηση κοινών διοικητικών κανόνων υπό συνθήκες σχεδόν

ιδανικής επικράτηση του «ορθού λόγου». Όπως υποστηρίζεται, εξάλλου, η πολιτική

νομιμοποίηση στηρίζεται, πρωτίστως, σε «εταιρικούς» και όχι εθνικούς δεσμούς,

δηλαδή ωφελιμιστικά συμφέροντα, των οποίων η βάση διευρύνεται ενόσω αυξάνεται

η οικονομική και θεσμική αλληλεξάρτηση. Όπως δείχνουν πολλά ιστορικά

παραδείγματα, εξώθηση αυτών των επιχειρημάτων στη λογική τους έκβαση, προκαλεί

φανατισμούς και κοσμοπολίτικο ιεραποστολικό ζήλο (του οποίου ο εθνικισμός

είναι συχνά αντανάκλαση), παροξυσμό αντιθρησκευτικών συμπεριφορών, στάσεις –

θέσεις που αντιμάχονται το εθνικό αίσθημα και γενικά σπασμωδικές κινήσεις που

προκαλούν τις φυσικές ταυτίσεις του απλού ανθρώπου.

Στην ύστερη φάση της ευρωπαϊκής ιστορίας, αυτές οι ιδεολογικές αντιφάσεις

είναι τα κύρια αίτια πολλών μεγάλων διενέξεων. Σήμερα, υποψήφιο θύμα είναι

πρωτίστως το κεκτημένο της «Ευρώπης των ισότιμων πατρίδων» (όπως οικοδομήθηκε

μετά τη δεκαετία του 1960). Επαναλαμβάνοντας λάθη των δεκαετιών του 1920, 1930

και 1950, αναβιώνει η ακραία υπερεθνική ουτοπία (οι ζηλωτές της ακραίας

«εταιρικής» Ευρώπης) και διαπλέκεται με πονηρά νεοηγεμονικά σχέδια κρυμμένα

πίσω από ευχολόγια και θεσμικούς μανδύες («σκληροί πυρήνες», ταχύτητες,

άξονες).

Μια ουσιώδης διαφορά που υποδηλώνει τον τεχνητό χαρακτήρα των δικών μας

ιδεολογικών ρήξεων, είναι ο ρόλος της θρησκείας: Σε αντίθεση με την υπόλοιπη

Ευρώπη όπου οι «κοινωνίες – πολιτείες» αναδείχθηκαν με κύριο αίτημα την

αντίσταση στη θεοκρατία, στην Ελλάδα η θρησκεία συνέβαλε καθοριστικά τόσο στην

επιβίωση της διακριτής ελληνικής κοινωνίας όσο και στη κατάκτηση της εθνικής

ανεξαρτησίας.

Πάντως, ανεξάρτητα του «ζητήματος των ταυτοτήτων», ίσως είναι χρήσιμο κάθε

ενδιαφερόμενος να γνωρίζει ότι σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους η «θρησκεία» ­

με την ευρύτερη έννοια του όρου ­ αποτελούσε θεμελιακό συνεκτικό δεσμό κάθε

κοινωνίας και ότι κανένας δεν επιβίωσε πολιτικά όταν τα έβαλε με την πίστη του

απλού ανθρώπου.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών & Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειο

Πανεπιστήμιο.