Ο άνθρωπος συνηθίζει να διακρίνει την πραγματικότητα σε δύο μόρια: το Εγώ του

και το Άλλο του. Σε αυτό το τελευταίο, εντάσσει καθετί αλλιώτικο από το Εγώ

του. Ο άλλλος άνθρωπος, ο συνάνθρωπος, η κοινωνία, η φύση, ο Θεός συνιστούν το

Άλλο μας. Η ευτυχία του ανθρώπου συναρτάται με τη σχέση του Εγώ προς το Άλλο

του. Δυστυχώς, η πραγματικότητα λειτουργεί μάλλον νοσηρά, δηλαδή δεν κυριαρχεί

η σχέση, αλλά επικρατεί η σχάση, η διακοπή της σχέσης του Εγώ με το Άλλο, η

απομόνωση, η αποξένωση και η αλλοτρίωση.

Θεραπεία είναι η μετάβαση από τη σχάση στη σχέση, που σημαίνει τη γεφύρωση του

Εγώ με το Άλλο. Σε αυτό ακριβώς το υπαρξιακά κρίσιμο σημείο μπορεί και πρέπει

να παρέμβει η Εκκλησία θεραπευτικά. Αυτό που έχει να κάνει η Εκκλησία είναι

ένα απλό, μα σημαντικό: να μείνει πιστή στον εαυτό της, να είναι ο εαυτός της,

δηλαδή Εκκλησία που σημαίνει ένωση των διεστώτων, σύναξη των διεσκορπισμένων.

Λέγεται Εκκλησία «διά το πάντας εκκαλείσθαι ομού», επειδή καλεί όλους μαζί

«ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιωάν. 17, 21).

Η θεραπευτική σχέση της Εκκλησίας με τον σύγχρονο άνθρωπο συνίσταται στην

πραγμάτωση της αναφοράς. Η Εκκλησία αναφέρει, δηλαδή σχετίζει και συσχετίζει,

κοινωνεί το Εγώ με το Άλλο οριζόντια και κατακόρυφα. Ενσωματώνει τον άνθρωπο

στην κοινότητα των πιστών οριζόντια και ταυτόχρονα συσσωματώνει το ανθρώπινο

με το θείο κατακόρυφα. Έτσι, ο άνθρωπος μετέχει και συμμετέχει, κοινωνεί και

επικοινωνεί, συμπαθεί και συμπάσχει, συμπονά και συνεννοείται ταυτόχρονα. Το

πρόθεμα συν-ενυπάρχει στη σχέση της αναφοράς που θεραπεύει.

ΗΕκκλησία αυτοαποκαλείται «σώμα Χριστού» και «κοινωνία αγίων». Επίκεντρο της

Εκκλησίας είναι η θεία ευχαριστία που τελείται στη θεία λειτουργία και

ονομάζεται «θεία κοινωνία» ή «φάρμακον αθανασίας». Οι κανόνες της Εκκλησίας

αυτοπροσδιορίζουν την ύπαρξή τους «προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών»

αναθέτοντας στον επίσκοπο την «αυθεντίαν της φιλανθρωπίας».

Η αναφορά δηλώνεται με τον όρο «κοινωνία» και παραπέμπει στη σχέση ως αναίρεση

της σχάσης.

Ηαναφορά ως θεραπευτική σχέση λειτουργεί σε δύο κατευθύνσεις: προς τα έμψυχα

και προς τα άψυχα. Η αναφορά με τα έμψυχα είναι η κοινότητα των πιστών που

συναθροίζονται για να τελέσουν τη θεία ευχαριστία. Η αναφορά με τα άψυχα είναι

τα σύμβολα που κοσμούν τον λατρευτικό χώρο (ναό). Στη συγκρότηση κοινότητας

και στην παροχή συμβόλων είναι που εμβιώνεται η αναφορά και εκεί ακριβώς

επικεντρώνεται η θεραπευτική σχέση της Εκκλησίας με τον σύγχρονο άνθρωπο.

Η κοινότητα των πιστών απαιτεί ανεκτικότητα του Εγώ μας απέναντι στον

«πλησίον», δηλαδή καθένα τυχαίον άλλον άνθρωπο. Αυτό ενέχει την προτεραιότητα

της διαφορετικότητας, την προτίμηση της ιδιαιτερότητας, την πρόκριση της

ετερότητας και την καταξίωση της προσωπικότητας. Το «πρόσωπο» και η «κοινωνία»

συνιστούν θεμελιώδη θεολογικά κατηγορήματα με άμεση θεραπευτική σημασία.

Τα σύμβολα συνιστούν την αναφορά με τα άψυχα στοιχεία της πραγματικότητας:

εικόνες, σχήματα, σχέδια και χρώματα στην αγιογραφία, μελίσματα, ύμνοι,

αναγνώσματα και αφηγήσεις στον γραπτό και προφορικό λόγο, αρώματα (θυμίαμα)

και κινήσεις του σώματος (σημείο του στρατού, γονυκλισία κ.λπ.) στο

τελετουργικό. Έτσι, σωματοποιείται η αίσθηση της αναφοράς με λόγια και

εικόνες, αλλά και δίχως λέξεις, διαμέσου των πέντε αισθήσεων. Εμπειρίες και

βιώματα συνυφαίνονται με τα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου λειτουργώντας την

αναφορά έτσι όπως περιγράφεται από τον Καβάφη («Στην Εκκλησία»).

Η αναφορά στην κοινότητα των εμψύχων και στα σύμβολα των αψύχων λειτουργεί

θεραπευτικά μεταποιώντας τη σχάση σε σχέση. Έτσι, το Άλλο γίνεται ο σωτήρας

του Εγώ μας, και όχι ο σωσίας μας ναρκοθετώντας κάθε είδους ναρκισσισμό και

παραπέμποντας σε κοινωνικό ανθρωπισμό πέρα από τον ατομικισμό της

νεωτερικότητας και τον ολοκληρωτισμό της προνεωτερικότητας.

Η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να παρέμβει με έναν τέτοιο τρόπο στην

καθημερινότητα του συγχρόνου ανθρώπου. Απορία και αγωνία όλων είναι εάν η

συγκαιρινή Εκκλησία στον τόπο μας θέλει να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο ή μήπως

«μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά». Αλλά το «εν ου έστι χρεία» είναι η

θεραπευτική σχέση διαμέσου της αναφοράς εμψύχων και αψύχων στην κοινότητα και

στα σύμβολα.

Ο Μάριος Μπέγζος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας

της Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.